ΠΡΟΛΗΠΤΙΚΕΣ ΚΑΡΔΙΟΛΟΓΙΚΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ

Η ΣΗΜΑΣΙΑ ΤΩΝ ΠΡΟΛΗΠΤΙΚΩΝ ΚΑΡΔΙΟΛΟΓΙΚΩΝ ΕΞΕΤΑΣΕΩΝ ΣΕ ΚΑΘΕ ΗΛΙΚΙΑΚΗ ΟΜΑΔΑ ΑΣΘΕΝΩΝ

 

Oι περισσότεροι άνθρωποι επισκέπτονται το γιατρό τους όταν παρουσιαστεί κάποιο πρόβλημα υγείας με σκοπό τη διάγνωση και θεραπεία. Άλλοι πάλι παρακολουθούνται σε τακτά χρονικά διαστήματα για την αντιμετώπιση γνωστών παθήσεων.

Η πρώτη επαφή του ανθρώπου με τους λειτουργούς υγείας είναι αυτή του παιδιού με τον παιδίατρο. Τη σκυτάλη θα παραλάβει ο οικογενειακός γιατρός και ακολούθως ο ειδικός γιατρός. Έτσι θα  ξεκινήσει  ένα μελετημένο πρόγραμμα παρακολούθησης της υγείας με σκοπό την πρόληψη και έγκαιρη αντιμετώπιση ενδεχομένων προβλημάτων.

Στο παρόν άρθρο θα ασχοληθούμε με τον προληπτικό καρδιολογικό έλεγχο: Πότε λοιπόν πρέπει να αρχίζει ο προληπτικός αυτός έλεγχος, από ποιους πρέπει να γίνεται και τι πρέπει να περιλαμβάνει:

 

Ξεκινώντας από την παιδική ηλικία, με την πρώτη επαφή με τον παιδίατρο ενδεχόμενα θα διαπιστωθεί η παρουσία φυσημάτων οπότε θα χρειαστεί η παραπομπή σε παιδοκαρδιολόγο.

Κατά την διάρκεια της σχολικής ηλικίας  13-18 ετών, η ευθύνη της ιατρικής παρακολούθησης μοιράζεται μεταξύ παιδίατρου και οικογενειακού γιατρού. Παρέχονται συμβουλές υγιεινής διατροφής όπως η αποφυγή έτοιμων ή συντηρημένων τροφών, λιπαρών τροφών, ζάχαρης και αλατιού. Δίδονται επίσης συμβουλές για άθληση και αποφυγή παχυσαρκίας.

Εδώ ο προληπτικός καρδιολογικός έλεγχος πρέπει να εξατομικεύεται με βάση το ατομικό και κυρίως οικογενειακό ιστορικό. Στην ηλικία αυτή πρέπει να ελέγχεται πιο συστηματικά (1-2 φορές το χρόνο) το σωματικό βάρος, η αρτηριακή πίεση και η χοληστερίνη. Εάν υπάρχει ιστορικό οικογενούς υπερλιπιδαιμίας ή διαβήτη, συνιστάται τακτικός έλεγχος των λιπιδίων και του σακχάρου του παιδιού. Πρέπει να δίδονται επίσης συμβουλές κατά του καπνίσματος. Σε οικογένειες με ιστορικό στεφανιαίας νόσου σε νεαρή ηλικία συνιστάται, εκτός από την τακτική παρακολούθηση των λιπιδίων του αίματος και πλήρης αποφυγή του καπνίσματος.

Στην ηλικία αυτή το παιδί, ο έφηβος αρχίζει να ασχολείται ερασιτεχνικά η πιο συστηματικά με τον αθλητισμό. Είναι μια δραστηριότητα που ο γονιός, και ο εκπαιδευτικός πρέπει να ενθαρρύνουν στο παιδί λόγω της ευεργετικής δράσης της άθλησης στην σωματική και πνευματική υγεία.

Αν και ο προαθλητικός καρδιολογικός έλεγχος είναι ουσιαστικός στην ηλικία αυτή, αποτελεί αντικείμενο συζήτησης το εύρος των εξετάσεων που πρέπει να περιλαμβάνει. Σαν βασικές αρχές πρέπει να ισχύουν τα ακόλουθα: Όλα τα παιδιά πρέπει να υποβάλλονται από τον γιατρό τους σε πλήρη κλινική εξέταση που πρέπει να περιλαμβάνει την μέτρηση του ύψους, του σωματικού βάρους, του δείκτη μάζας σώματος, της αρτηριακής πίεσης και της καρδιακής συχνότητας. Πρέπει να γίνεται έλεγχος για καρδιακά φυσήματα, φυσήματα στην αορτή στις καρωτίδες στις μηριαίες αρτηρίες , στην κοιλιά και στις νεφρικές χώρες. Η αρτηριακή πίεση πρέπει αρχικά να μετριέται και στα δύο χέρια.

Πρέπει να γίνεται λεπτομερής λήψη του οικογενειακού ιστορικού. Το οικογενειακό ιστορικό πρέπει να πηγαίνει πολύ πίσω στους παππούδες, προπάππους και θείους. Πολλά νοσήματα όπως οι καρδιοπάθειες, η υπέρταση, ο διαβήτης, η υπερλιπιδαιμία έχουν μεγάλο βαθμό κληρονομικότητας. Ιδιαίτερη προσοχή πρέπει να δίδεται στην ύπαρξη επεισοδίου αιφνίδιου καρδιακού θανάτου σε νεαρή ηλικία (κάτω των 40 ετών) σε κάποιο άτομο της οικογένειας που ενδεχόμενα να υποδηλώνει την ύπαρξη κληρονομικού καρδιακού νοσήματος στην οικογένεια αυτή καθώς και στην ύπαρξη ιστορικού πρώιμης στεφανιαίας νόσου.

Διερεύνηση για πιθανή ύπαρξη καρδιολογικής νόσου συνιστάται στις ακόλουθες ομάδες ατόμων:

– Νεαρά άτομα με οικογενειακό ιστορικό αιφνίδιου θανάτου

– Άτομα με οικογενειακό ιστορικό μυοκαρδιοπάθειας.

– Νεαρά άτομα, ιδίως αθλητές, με συχνά λιποθυμικά επεισόδια μετά από άσκηση.

– Νεαρά άτομα με επεισόδια κοιλιακής ταχυκαρδίας αγνώστου αιτιολογίας.

– Νεαροί ασθενείς με επεισόδια ανεξήγητης συγκοπής.

– Νεαροί ασθενείς που επιβιώνουν μετά από ανακοπή καρδιάς.

 

Το Ηλεκτροκαρδιογράφημα είναι απαραίτητη εξέταση στον προαθλητικό καρδιολογικό έλεγχο αν και στην Αμερική δεν περιλαμβάνεται στις υποχρεωτικές εξετάσεις.  Η αξία του όμως είναι σημαντική όταν ο γιατρός  γνωρίζει να το αξιολογεί σωστά.

 

Στην ηλικία των 20-40 ετών, οι ανακύπτουσες παθήσεις  έχουν συνήθως ηχηρά συμπτώματα και οι ασθενείς οδηγούνται από μόνοι τους  στο γιατρό τους.

Στις ηλικίες αυτές πρέπει να ελέγχεται η αρτηριακή πίεση και κάθε 2 χρόνια να γίνεται έλεγχος για αυξημένη χοληστερίνη και σακχαρώδη διαβήτη. Στα άτομα με οικογενειακό ιστορικό ο έλεγχος πρέπει να είναι πιο συχνός.  Στις ηλικίες αυτές  πρέπει να  δίδονται συμβουλές για αποφυγή του καπνίσματος, κατάχρησης αλκοόλ, καθιστικής ζωής και παχυσαρκίας.

Στις ηλικίες 40-65 ετών, λόγω πλέον της συσσώρευσης των παραγόντων κινδύνου για το καρδιαγγειακό σύστημα αλλά και των άλλων νοσημάτων φθοράς, καλό είναι ο έλεγχος  να γίνεται κάθε χρόνο, καθώς προβλήματα όπως η αρτηριακή  υπέρταση, η υπερλιπιδαιμία και ο σακχαρώδης διαβήτης συνήθως παραμένουν σιωπηλά μέχρι να εκδηλωθούν οι επιπλοκές τους. Εδώ η συμβολή του καρδιολόγου είναι ουσιαστική στην έγκαιρη πρόληψη και αντιμετώπιση των  Καρδιαγγειακών νοσημάτων. Ενδείκνυται τώρα μια ολοκληρωμένη καρδιολογική εκτίμηση από τον καρδιολόγο που θα περιλαμβάνει την εκτίμηση του συνολικού καρδιαγγειακού κινδύνου. Εάν διαπιστωθεί αρτηριακή υπέρταση ή υπερλιπιδαιμία, αυτή  θα αντιμετωπιστεί  αρχικά με διαιτητική  αγωγή  και  απώλεια  βάρους επί παχυσαρκίας και, εάν η αγωγή αυτή αποτύχει, θα πρέπει να χορηγείται η ενδεδειγμένη φαρμακευτική θεραπεία. Ο καρδιολογικός έλεγχος συμπληρώνεται με την εκτέλεση ηλεκτροκαρδιογραφήματος, δοκιμασίας κοπώσεως και υπερηχοκαρδιογραφήματος. Εάν τα αποτελέσματα των εξετάσεων αυτών είναι φυσιολογικά, συνιστάται επανέλεγχος μετά διετία. Εάν τα αποτελέσματα είναι παθολογικά, ο καρδιολόγος θα συστήσει την κατάλληλη αντιμετώπιση  και βέβαια ο καρδιολογικός έλεγχος θα γίνει πιο τακτικός κατά την κρίση του καρδιολόγου,  αναλόγως του προβλήματος του ασθενούς.

Τέλος στην ηλικία άνω των 65 ετών, ο καρδιολογικός έλεγχος πρέπει να είναι συστηματικότερος.  Είναι ουσιαστικό σε κάθε ηλικία αλλά και κυρίως στην ηλικία αυτή να έχουμε τον προσωπικό μας γιατρό, με τον οποίο να αναπτυχθεί σχέση εμπιστοσύνης. Με τον τρόπο αυτό ο ασθενής θα μπορεί να παίρνει προληπτικά συμβουλές υγείας και να αντιμετωπίζει άμεσα σε διαγνωστικό και θεραπευτικό επίπεδο κάθε πρόβλημα.  Έτσι σε πνεύμα συνεργασίας μεταξύ καρδιολόγου και ασθενούς θα χρησιμοποιούνται όλα τα διαθέσιμα επιστημονικά μέσα για προστασία σε ατομικό και συλλογικό επίπεδο του ύψιστου αγαθού της υγείας.

 

 

Πηγή: Καρδιολογική Εταιρία Κύπρου