TRIPLEX ΚΑΡΔΙΑΣ

triplex kardias

Τι ακριβώς είναι το Triplex Καρδιάς

Το Triplex καρδιάς (Έγχρωμο Υπερηχοκαρδιογράφημα) είναι η πιο διαδεδομένη τεχνική απεικόνισης της καρδιάς, αποτελώντας ουσιαστικά την πιο σημαντική, μη επεμβατική διαγνωστική μέθοδο στην ιστορία της καρδιολογίας, μετά την ανακάλυψη του ηλεκτροκαρδιογραφήματος. Η φυσική της μεθόδου βασίζεται στη χρήση υπερήχων, και όχι ιονίζουσας ακτινοβολίας (όπως π.χ. στην διενέργεια ακτινογραφίας ή αξονικής τομογραφίας) για την απεικόνιση της καρδιάς σε αληθινό χρόνο και την ακόλουθη εκτίμηση της δομής και της λειτουργίας της. Ιστορικά, ο Lazzaro Spallanzani ήταν ο πρώτος που παρατήρησε τον τρόπο με τον οποίο οι νυχτερίδες μπορούν να προσανατολίζονται με τη χρήση μη ακουστών ηχητικών κυμάτων (στο ακουστικό φάσμα των υπερήχων), ενώ αργότερα ο Pierre και η Marie Curie κατέστησαν δυνατή την ελεγχόμενη από τον άνθρωπο παραγωγή υπερήχων με βάση με τη σημαντική τους έρευνα πάνω στον πιεζοηλεκτρισμό (πιεζοηλεκτρισμός είναι η ιδιότητα κάποιων υλικών (κυρίως κρυσταλλικών υλικών αλλά και μερικών κεραμικών υλικών) να παράγουν ηλεκτρική τάση όταν δέχονται κάποια μηχανική τάση/πίεση ή ταλάντωση). Μια από τις πρώτες εφαρμογές παραγωγής υπερήχων ήταν η κατασκευή του SONAR (Sound Navigation and Ranging system) ήδη στον Β’ παγκόσμιο πόλεμο. Η εφαρμογή του για ιατρικούς λόγους αποδίδεται στον καρδιολόγο Dr. Inge Edler και τον φυσικό Dr. Carl Hertz (ανιψιό του Heinrich Hertz, στον οποίο και οφείλεται η ονομασία της μονάδος της συχνότητος), οι οποίοι κατάφεραν στις 29 Οκτωβρίου 1953 να καταγράψουν την πρώτη υπερηχογραφική εικόνα της καρδιάς σε αληθινό χρόνο.

Με το Triplex καρδιάς είναι δυνατή η απεικόνιση και του καρδιακού μυός, των καρδιακών βαλβίδων, των μεγάλων αγγείων που ξεκινούν από την καρδιάς, αλλά και όλων των σχετικών φυσιολογικών οι παθολογικών στοιχείων εντός ή πέριξ της καρδιακής κοιλότητος. Είναι επίσης δυνατή η μέτρηση των αντίστοιχων διαστάσεων καθώς και ο προσδιορισμός της λειτουργικότητος της καρδιάς, ενώ ταυτόχρονα επιτυγχάνεται η κλινική και λειτουργική εκτίμηση ενός μεγάλου αριθμού αιμοδυναμικών παραμέτρων.

 

Ενδείξεις για διενέργεια Triplex Καρδιάς

Το Triplex καρδιάς πρέπει να πραγματοποιείται σε κάθε ασθενή στις παρακάτω περιπτώσεις:

 

I. Σε ασθενείς με καρδιακό φύσημα

  1. Φύσημα που συνυπάρχει με συμπτώματα από το κυκλοφορικό ή αναπνευστικό σύστημα.
  2. Φύσημα σε ασυμπτωματικό ασθενή στον οποίο τα κλινικά χαρακτηριστικά ή ο λοιπός έλεγχος συνάδει με δομική καρδιακή νόσο.

 

ΙΙ. Σε ασθενείς με στένωση βαλβίδος

  1. Αρχική εκτίμηση της αιτιολογίας και της σοβαρότητος της στενώσεως, καθώς και του μεγέθους και λειτουργίας της σύστοιχης καρδιακής κοιλίας.
  2. Πρώιμη επανεκτίμηση γνωστής βαλβιδικής στενώσεως σε κάθε αλλαγή της κλινικής κατάστασης του ασθενούς.
  3. Προγραμματισμένη τακτική επανεκτίμηση γνωστής βαλβιδικής στενώσεως σε ασυμπτωματικούς ασθενείς με σοβαρού βαθμού στένωση, για προσδιορισμό του μεγέθους και της λειτουργικότητος της κοιλίας.
  4. Επανεκτίμηση γνωστής βαλβιδικής στενώσεως σε περίπτωση εγκυμοσύνης.
  5. Εκτίμηση γνωστής βαλβιδικής στενώσεως προς προγραμματισμό αποκατάστασης της βαλβίδος (πχ βαλβιδοπλαστική με μπαλόνι).
  6. Προγραμματισμένη τακτική επανεκτίμηση γνωστής βαλβιδικής στενώσεως σε ασυμπτωματικούς ασθενείς με μετρίου βαθμού στένωση, κυρίως για προσδιορισμό της επιδείνωσης του βαθμού σοβαρότητος της στένωσης, καθώς και του μεγέθους και της λειτουργικότητος της κοιλίας.

 

ΙΙΙ. Σε ασθενείς με ανεπάρκεια βαλβίδος

  1. Αρχική εκτίμηση της αιτιολογίας και της σοβαρότητος της στενώσεως, καθώς και του μεγέθους και λειτουργίας της σύστοιχης καρδιακής κοιλίας.
  2. Αρχική εκτίμηση και διαστρωμάτωση κινδύνου σε ασθενείς με κλινικά σημεία προπτώσεως μιτροειδούς.
  3. Πρώιμη επανεκτίμηση γνωστής βαλβιδικής ανεπαρκείας σε κάθε αλλαγή της κλινικής κατάστασης του ασθενούς.
  4. Προγραμματισμένη τακτική επανεκτίμηση γνωστής βαλβιδικής στενώσεως σε ασυμπτωματικούς ασθενείς με σοβαρού βαθμού ανεπάρκεια, για προσδιορισμό του μεγέθους και της λειτουργικότητος της κοιλίας.
  5. Προγραμματισμένη τακτική επανεκτίμηση γνωστής βαλβιδικής στενώσεως σε ασυμπτωματικούς ασθενείς με μικρού ή μετρίου βαθμού ανεπάρκεια που συνοδεύεται από διάταση ή έκπτωση της λειτουργικότητος της κοιλίας.
  6. Προγραμματισμένη τακτική επανεκτίμηση γνωστής βαλβιδικής ανεπαρκείας της μιτροειδούς σε ασυμπτωματικούς ασθενείς με μετρίου βαθμού ανεπάρκεια αυτής.
  7. Επανεκτίμηση γνωστής βαλβιδικής ανεπαρκείας σε περίπτωση εγκυμοσύνης.
  8. Εκτίμηση γνωστής βαλβιδικής ανεπαρκείας προς προγραμματισμό αποκατάστασης της βαλβίδος (πχ βαλβιδοπλαστική).

 

ΙV. Σε ασθενείς με προσθετική βαλβίδα

  1. Αρχική εκτίμηση σε προσφάτως τοποθετημένη προσθετική βαλβίδα.
  2. Όψιμη μετεπεμβατική επανεκτίμηση της κοιλιακής αναδιαμόρφωσης (remodeling).
  3. Πρώιμη επανεκτίμηση της προσθετικής βαλβίδος σε κάθε αλλαγή της κλινικής κατάστασης του ασθενούς.
  4. Πρώιμη επανεκτίμηση της προσθετικής βαλβίδος εάν διαπιστωθούν κατά την εξέταση κλινικά ευρήματα δυσλειτουργίας αυτής
  5. Πρώιμη επανεκτίμηση της προσθετικής βαλβίδος σε περιπτώσεις κλινικού κινδύνου για θρόμβωση αυτής.
  6. Προγραμματισμένη τακτική επανεκτίμηση της προσθετικής βαλβίδος σε ασυμπτωματικούς ασθενείς με βιοπροσθετική βαλβίδα (7 χρόνια μετά την επέμβαση σε περίπτωση αορτικής και 5 χρόνια μετά την επέμβαση σε περίπτωση μιτροειδικής βιοπροσθετικής βαλβίδος).

 

V. Σε ασθενείς με ενδοκαρδίτιδα

  1. Χαρακτηρισμός των βαλβιδικών αλλοιώσεων, των αιμοδυναμικών επιπτώσεων και της επίπτωσης πάνω στις κοιλίες σε ασθενείς με κλινικά επιβεβαιωμένη ή πιθανή ενδοκαρδίτιδα.
  2. Ανίχνευση επιπλοκών, όπως συρίγγια, αποστήματα, αιμοδυναμικές επιπλοκές.
  3. Σε συνδυασμό με διοισοφάγειο υπερηχοκαρδιογράφημα σε ασθενείς με υψηλή κλινική υποψία αλλά αρνητικό ή αμφίβολο διαθωρακικό Triplex καρδιάς, σε φυσικές ή προσθετικές βαλβίδες.
  4. Εμμένουσα βακτηριαιμία αγνώστου προελεύσεως, ιδιαίτερα σε αιμοκαλλιέργειες θετικές για σταφυλόκοκκο.
  5. Εκτίμηση αναφοράς προ του εξιτηρίου από το νοσοκομείο μετά τη συμπλήρωση της αντίστοιχης αντιμικροβιακής αγωγής, κυρίως ως προς την προσβεβλημένη βαλβίδα και το μέγεθος και τη λειτουργικότητα των κοιλιών.

 

 VΙ. Σε ασθενείς με ισχαιμική καρδιακή νόσο, γνωστή ή πιθανή

  1. Θωρακικό άλγος με αιμοδυναμική αστάθεια
  2. Παρουσία φυσήματος μετά από οξύ ή πρόσφατο έμφραγμα μυοκαρδίου
  3. Εκτίμηση του μεγέθους του εμφράγματος, της παρουσίας επιπλοκών και της συστολικής λειτουργίας της αριστεράς κοιλίας μετά από έμφραγμα μυοκαρδίου (με ενδεχόμενη χρήση και ηχοαντιθετικών παραγόντων – contrast echo).
  4. Εκτίμηση ασθενών με μη διαγνωστικό ηλεκτροκαρδιογράφημα και ενδιάμεσους βιοχημικούς δείκτες, εφόσον το Triplex πραγματοποιηθεί κατά τη διάρκεια ή αμέσως μετά την παρουσία του θωρακικού άλγους.
  5. Εκτίμηση της συστολικής λειτουργίας της αριστεράς κοιλίας, προς καθορισμό της θεραπείας (φαρμακευτική μόνο, προγραμματισμός για επαναιμάτωση, εμφύτευση βηματοδότη-απινιδωτή, επανασυγχρονισμός κλπ).
  6. Υπό μορφή Stress Echo, για εκτίμηση παρουσίας αναστρέψιμης ισχαιμίας, μυοκαρδιακής βιωσιμότητoς και σταδιοποίηση κινδύνου (risk stratification)

 

VΙI. Σε ασθενείς με μυοκαρδιοπάθεια

  1. Κλινικά ευρήματα μεγαλοκαρδίας.
  2. Κλινικά ή ακτινολογικά ευρήματα καρδιακής ανεπαρκείας.
  3. Ανεξήγητη δύσπνοια σε απουσία κλινικών σημείων καρδιακής ανεπαρκείας, εάν το ηλεκτροκαρδιογράφημα ή η ακτινογραφία θώρακος δεν είναι φυσιολογικά.
  4. Εμμένουσα υπόταση αγνώστου αιτιολογίας.
  5. Υποψία μυοκαρδιοπάθειας, με βάση μη φυσιολογικών ευρημάτων στην κλινική εξέταση, ηλεκτροκαρδιογράφημα ή στο οικογενειακό ιστορικό όσων αφορά συγγενείς 1ου βαθμού.
  6. Αρχική εκτίμηση της συσταλτικότητος της αριστεράς κοιλίας και προγραμματισμένη τακτική επανεκτίμηση σε περίπτωση λήψεως καρδιοτοξικών φαρμάκων (πχ σε χημειοθεραπεία).
  7. Πρώιμη επανεκτίμηση σε δεδομένη ύπαρξη μυοκαρδιοπάθειας, εφόσον υπάρχει αλλαγή στην κλινική κατάσταση του ασθενούς.
  8. Πρώιμη επανεκτίμηση σε δεδομένη ύπαρξη μυοκαρδιοπάθειας, εφόσον πρόκειται ο ασθενής να υποβληθεί σε ανάλογες επεμβατικές θεραπευτικές πράξεις (καρδιακό επανασυγχρονισμό, κατάλυση μεσοκοιλιακού διαφράγματος κλπ).

 

VΙII. Σε ασθενείς με περικαρδιακή νόσο / περικαρδίτιδα

  1. Υποψία περικαρδίτιδος, περικαρδιακής συλλογής, επιπωματισμού ή συμπιεστικής περικαρδίτιδος.
  2. Υποψία περικαρδιακής συλλογής ή αιμορραγίας, μετατραυματικώς ή μετεγχειρητικώς.
  3. Προγραμματισμένη τακτική επανεκτίμηση σε μετρίου ή μεγάλου βαθμού περικαρδιακές συλλογές.
  4. Πρώιμη επανεκτίμηση σε μικρού βαθμού περικαρδιακές συλλογές, εφόσον υπάρχει αλλαγή στην κλινική κατάσταση του ασθενούς.
  5. Προς καθοδήγηση στην εκτέλεση περικαρδιοκέντησης.

 

 IX. Σε ασθενείς με όγκους καρδιάς

  1. Περιφερικές εμβολές ή νευρολογική συμπτωματολογία που θέτουν την υπόνοια ενδοκαρδιακού όγκου.
  2. Αιμοδυναμικά ή ακροαστικά ευρήματα που θέτουν την υπόνοια ενδοκαρδιακού όγκου.
  3. Προγραμματισμένη τακτική επανεκτίμηση μετά από αφαίρεση καρδιακού όγκου (πχ μυξώματος).
  4. Γνωστή πρωτοπαθή κακοήθεια όπου η υπερηχοκαρδιογραφική παρακολούθηση για καρδιακή συμμετοχή αποτελεί στοιχείο για την σταδιοποίηση (πχ, στο νεφρικό υπερνέφρωμα).

 

X. Σε ασθενείς με πνευμονική νόσο

  1. Νόσος των πνευμόνων με κλινική υποψία καρδιακής συμμετοχής (πνευμονική καρδία).
  2. Υποψία ή γνωστή πνευμονική υπέρταση
  3. Υποψία ή γνωστή πνευμονική εμβολή, για λήψη αποφάσεων ως προς πιθανή θρομβόλυση
  4. Εκτίμηση για χειρουργικές επεμβάσεις σε προχωρημένη πνευμονική νόσο (πχ μεταμόσχευση).
  5. Πρώιμη επανεκτίμηση της πνευμονικής πιέσεως για εκτίμηση της ανταπόκρισης του ασθενούς που πάσχει από πνευμονική υπέρταση στη θεραπεία που λαμβάνει
  6. Προς διάκριση καρδιακών από μη καρδιακές αιτίες δύσπνοιας όταν τα αποτελέσματα των κλινικών και λοιπών παρακλινικών εξετάσεων είναι διφορούμενα
  7. Ασθενείς με γνωστή χρονία πνευμονική νόσο και ανεξήγητο αποκορεσμό του αίματος.

 

 XI. Σε ασθενείς με νευρολογική νόσο

  1. Οξεία διακοπή της αιματικής ροής σε μείζονα περιφερική ή σπλαχνική αρτηρία.
  2. Ανεξήγητο εγκεφαλικό ή παροδικό εγκεφαλικό επεισόδιο χωρίς ενδείξεις προϋπάρχουσας αγγειακής εγκεφαλικής νόσου ή χωρίς μείζονες παράγοντες κινδύνου για άλλη αιτία (ενδεχομένως και με χρήση ηχωαντίθεσης με ανακινημένο φυσιολογικό ορό και διενέργεια διοισοφαγείου υπερηχοκαρδιογραφήματος). Η αξία ανεύρεσης ανοιχτού ωοειδούς τρήματος (PFO) έχει μεγάλη σημασία ιδιαίτερα σε νέους ασθενείς κάτω των 55 ετών.
  3. Ασθενείς στους οποίους η υπερηχοκαρδιογραφική μελέτη θα καθορίσει και τις θεραπευτικές αποφάσεις (π.χ. έναρξη αντιπηκτικής αγωγής).
  4. Αξιολόγηση πιθανής καρδιακής συμμετοχής σε νευρομυϊκές παθήσεις που μπορεί να συμπεριλαμβάνουν και καρδιολογικές εκδηλώσεις (π.χ. μυϊκές δυστροφίες, μιτοχονδριακές μυοπάθειες και περιοδικές παραλύσεις).
  5. Ημιπληγική ημικρανία (με χρήση ανακινημένου φυσιολογικού ορού).

 

 XII. Σε ασθενείς με αρρυθμία, αίσθημα παλμών ή συγκοπή

  1. Κλινική υποψία δομικής καρδιακής νόσου σε καταγεγραμμένη παρουσία αρρυθμίας.
  2. Εκτίμηση της κοιλιακής συστολικής λειτουργίας για πρωτογενή πρόληψη αιφνιδίου καρδιακού θανάτου μετά από έμφραγμα.
  3. Εκτίμηση της κοιλιακής συστολικής λειτουργίας για δευτερογενή πρόληψη αιφνιδίου καρδιακού θανάτου μετά από επεισόδιο κοιλιακής ταχυκαρδίας.
  4. Αξιολόγηση της λειτουργικότητος της αριστεράς κοιλίας προ της ενάρξεως αντιαρρυθμικής αγωγής.
  5. Συγκοπή σε ασθενή με κλινική υποψία καρδιακής νόσου.
  6. Συγκοπή κατά την άσκηση.
  7. Συγκοπή σε ασθενή με υψηλού κινδύνου επαγγελματική ιδιότητα (π.χ. πιλότο, οδηγό λεωφορείου κλπ).
  8. Εκτίμηση ασθενών χωρίς κλινική υποψία δομικής καρδιακής νόσου, που παρουσιάζουν όμως αρρυθμία που σχετίζεται με δομική καρδιακή νόσο.
  9. Καθοδήγηση του καθετήρα κατά τη διάρκεια επέμβασης καταλύσεως (ενδεχομένως με χρήση διοισοφαγείου υπερηχοκαρδιογραφήματος).
  10. Μετεπεμβατική αξιολόγηση ασθενών μετά από κατάλυση ή σχετικές χειρουργικές επεμβάσεις, σε απουσία επιπλοκών.

 

XIII. Σε ασθενείς που πρόκειται να υποβληθούν σε ηλεκτρική ανάταξη για κολπική μαρμαρυγή ή πτερυγισμό

  1. Λήψη απόφασης να επιχειρηθεί ανάταξη της αρρυθμίας (π.χ. έλεγχος βαλβιδικής νόσου, μέγεθος κόλπων, λειτουργικότητα της αριστεράς κοιλίας κλπ).
  2. Ασθενείς που θα υποβληθούν σε ανάταξη μετά την πάροδο > 48 ωρών από την έναρξη της αρρυθμίας, χωρίς να λαμβάνουν επαρκή ή καθόλου αντιπηκτική αγωγή.
  3. Πρώιμη επανεκτίμηση σε περίπτωση ύπαρξης θρόμβου στο ωτίο του αριστερού κόλπου.
  4. Πρώιμη επανεκτίμηση μετά από εμβολικό επεισόδιο κατόπιν καρδιοανάταξης.
  5. Ασθενείς με παροξυσμό κολπικής μαρμαρυγής πρόσφατης ενάρξεως (<48 ωρών) και κλινική υποψία δομικής καρδιακής νόσου, χωρίς να λαμβάνουν επαρκή ή καθόλου αντιπηκτική αγωγή.

 

 XIV. Σε ασθενείς με υπέρταση.

  1. Υποψία δυσλειτουργίας της αριστεράς κοιλίας.
  2. Αξιολόγηση του μεγέθους των τοιχωμάτων και της αναδιαμόρφωσης της αριστεράς κοιλίας, προς καθορισμό της σωστής φαρμακευτικής προσέγγισης του ασθενούς.
  3. Αξιολόγηση σε κλινική υποψία στενώσεως ισθμού αορτής.

 

XV. Σε ασθενείς με νόσο αορτής ή άλλης αγγειακής νόσου

  1. Υποψία αορτικού διαχωρισμού: διάγνωση, εντόπιση, έκταση
  2. Εκτίμηση αορτικού ανευρύσματος ή αορτικής διατάσεως: διάγνωση, εντόπιση, έκταση.
  3. Υποψία ρήξης αορτικού τοιχώματος και παρουσίας ενδοτοιχωματικού αιματώματος.
  4. Προγραμματισμένη τακτική επανεκτίμηση της αορτικής ρίζας και του ανιούσας αορτής σε γνωστό ανεύρυσμα/διάταση αυτών.
  5. Εκτίμηση σε περίπτωση πιθανής ή βεβαιωμένης νόσου συνδετικού ιστού η οποία μπορεί να περιλαμβάνει στην παθολογία της και συμμετοχή της αορτής (π.χ. σύνδρομο Marfan).
  6. Πρώιμη επανεκτίμηση πριν από χειρουργική αποκατάσταση της αορτής.

 

XVI. Σε ασθενείς που πρόκειται να υποβληθούν σε προγραμματισμένη ή μη επείγουσα χειρουργική επέμβαση

  1. Παρουσία ισχαιμικής καρδιακής νόσου με μειωμένη λειτουργική κατάσταση του ασθενούς (<4 METS).
  2. Ανεξήγητη δύσπνοια σε απουσία κλινικών σημείων καρδιακής ανεπάρκειας, εάν το ηλεκτροκαρδιογράφημα και/ή η ακτινογραφία θώρακος δεν είναι φυσιολογικά.
  3. Ακρόαση φυσήματος σε συνδυασμό με παρουσία άλλων καρδιακών ή αναπνευστικών συμπτωμάτων.
  4. Ακρόαση φυσήματος σε κατά τα άλλα ασυμπτωματικό ασθενή, τα κλινικά χαρακτηριστικά του οποίου ή ο λοιπός έλεγχος θέτει την υποψία δομικής καρδιακής νόσου.

Επιπλέον, το Triplex καρδιάς μπορεί να εκτελεστεί και να προσφέρει πολύ σημαντικές πληροφορίες και στα πλαίσια ενός Τμήματος Επειγόντων Περιστατικών Νοσοκομείου, καθώς μπορεί τόσο να θέσει τη διάγνωση ενός πιθανού καρδιαγγειακού επείγοντος περιστατικού, όσο και να οδηγήσει σε άμεση και καθοριστική λήψη αποφάσεων για την περαιτέρω αντιμετώπιση και θεραπεία του ασθενούς αυτού.