ΤΟ ΦΑΙΝΟΜΕΝΟ «ΚΟΡΩΝΟΪΟΣ» – ΑΛΗΘΕΙΕΣ ΚΑΙ ΠΑΡΑΝΟΗΣΕΙΣ
Ο Κορωνοϊός σοβαρού οξέος αναπνευστικού συνδρόμου τύπου 2 (Severe Acute Respiratory Syndrome Corona Virus 2 / SARS–CoV-2) είναι το στέλεχος της οικογένειας την κορωνοϊών που προκαλεί τη νόσο Corona Virus Disease 2019 (COVID-19), την αναπνευστική δηλαδή ασθένεια που ευθύνεται για την πανδημία COVID-19. Κοινώς αναφερόμενος και απλά ως κορωνοϊός, αναφερόταν αρχικώς με την προσωρινή ονομασία «νέος κορωνοϊός 2019» (2019-nCoV), ενώ επίσης είχε ονομαστεί και ανθρώπινος κορωνοϊός 2019 (HCoV-19 ή hCoV-19). Ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας κήρυξε την επιδημία ως κατάσταση έκτακτης ανάγκης για τη δημόσια υγεία σε διεθνές επίπεδο στις 30 Ιανουαρίου 2020 και ως πανδημία στις 11 Μαρτίου 2020.
Ο κορωνοϊός SARS-CoV-2 είναι ένας RNA ιός μονής αλύσου, ο οποίος είναι μεταδοτικός στον άνθρωπο. Τα Εθνικά Ινστιτούτα Υγείας των ΗΠΑ περιγράφουν τον συγκεκριμένο κορωνοϊό ως διάδοχο του SARS-CoV-1, το στέλεχος δηλαδή που προκάλεσε την επιδημία SARS την περίοδο 2002-2004. Μέλος της ευρύτερης οικογένειας των κορωνοϊών είναι και ο ιός MERS–CoV, υπεύθυνος για το αναπνευστικό σύνδρομο της Μέσης Ανατολής (Middle East Respiratory Syndrome / MERS), γνωστό και ως γρίπη των καμήλων, που πρωτοεμφανίστηκε το 2012 στη Σαουδική Αραβία και εξακολουθεί να εκδηλώνεται έως και σήμερα, κυρίως σε περιοχές της Αραβικής χερσονήσου.
Ταξινομικά, ο SARS-CoV-2 αποτελεί μέλος της οικογένειας των κορωνοϊών (SARS related CoV / SARSr-CoV) Εκτιμάται ότι έχει ζωονοτική προέλευση, καθώς έχει στενή γενετική ομοιότητα με κορωνοϊούς που επιμολύνουν τις νυχτερίδες, γεγονός που αποτελεί ισχυρή ένδειξη ότι προήλθε από ιό μεταδιδόμενο από αυτές. Πιθανολογείται η μετάδοσή του στον άνθρωπο μέσω κάποιας άλλης ενδιάμεσης «ζωικής δεξαμενής», όπως είναι ο παγκολίνος (ένα είδος μυρμηγκοφάγου που συναντάται κυρίως στην αφρικανική ήπειρο, την Ινδία και την νοτιοανατολική Ασία), αν και δεν έχει τεκμηριωθεί η άποψη αυτή∙ αυτό έρχεται σε αναλογία με τους ετέρους κορωνοϊούς SARS-CoV-1 και MERS-CoV, οι οποίοι μεταδόθηκαν από τις νυχτερίδες στον άνθρωπο μέσω της μοσχογαλής και της καμήλας, αντιστοίχως, ως ενδιάμεσες «ζωικές δεξαμενές». Ο ιός παρουσιάζει μικρή γενετική ποικιλομορφία, υποδεικνύοντας ότι η μετάδοσή του SARS-CoV-2 από το ζωικό βασίλειο στον άνθρωπο είναι έχει το πιθανότερο συμβεί στα τέλη του 2019.
Επιδημιολογικές μελέτες εκτιμούν ότι κάθε περιστατικό λοίμωξης οδηγεί σε 1,4 έως 3,9 νέα περιστατικά, σε κοινότητες που κανένα μέλος τους δεν παρουσιάζει ανοσία (που είναι και η προκείμενη κατάσταση που ζούμε) και δεν έχουν ληφθεί προληπτικά μέτρα. Ο ιός εξαπλώνεται μεταξύ των ανθρώπων κυρίως μέσω της στενής επαφής και των αναπνευστικών σταγονιδίων που παράγονται από το βήχα ή το φτάρνισμα. Εισέρχεται στα ανθρώπινα κύτταρα κυρίως μέσω της σύνδεσής του με τους υποδοχείς του μετατρεπτικού ενζύμου της αγγειοτενσίνης τύπου 2 (ACE2).
COVID-19 ΚΑΙ ΚΑΡΔΙΑΓΓΕΙΑΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ
Ο κορωνοϊός SARS-CoV‑2 δεν προκαλεί μόνο ιογενή πνευμονία (όπως υποδηλώνεται στην ονομασία αυτού), αλλά έχει σημαντικές επιπτώσεις και στο καρδιαγγειακό σύστημα. Οι ασθενείς με παράγοντες καρδιαγγειακού κινδύνου (στους παράγοντες αυτούς συμπεριλαμβάνονται για παράδειγμα, η προχωρημένη ηλικία, ο διαβήτης, η υπέρταση και η παχυσαρκία), καθώς και οι ασθενείς με εγκαταστημένη καρδιαγγειακή και αγγειακή εγκεφαλική νόσο έχουν αναγνωριστεί ως ιδιαίτερα ευάλωτοι πληθυσμοί, οι οποίοι και παρουσιάζουν αυξημένη νοσηρότητα και θνησιμότητα όταν νοσήσουν από COVID-19. Επιπλέον, ένα σημαντικό ποσοστό ασθενών μπορεί να αναπτύξει καρδιακή βλάβη στο πλαίσιο του COVID-19, κατάσταση η οποία συσχετίζεται αφ’ εαυτή με αυξημένο κίνδυνο νοσοκομειακής θνησιμότητας. Η νόσος σχετίζεται με αρτηριακές και φλεβικές θρομβωτικές επιπλοκές που εκδηλώνονται ως οξέα στεφανιαία σύνδρομα (ACS) και ως φλεβικές θρομβοεμβολές (ΦΘΕ) αντιστοίχως, ενώ σχετίζεται και με αυξημένη πιθανότητα μυοκαρδίτιδας, που διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στην εκδήλωση κλινικής εικόνας οξείας καρδιακής ανεπάρκειας (HF). Επιπλέον, έχει αναφερθεί ένα ευρύ φάσμα αρρυθμιών που περιπλέκουν την πορεία της νόσησης από COVID-19, συμπεριλαμβανομένων και πιθανών προ-αρρυθμικών επιδράσεων των φαρμακευτικών σκευασμάτων που χορηγούνται για την καταπολέμηση του COVID-19 και των συναφών με αυτή τη νόσο καταστάσεων.
Κάποια βασικά σημεία σχετικά με την λοίμωξή από τον SARS–CoV-2 είναι τα κάτωθι:
- Η παθοφυσιολογία της λοίμωξης από τον SARS–CoV-2 περιλαμβάνει τη σύνδεση του κορωνοϊού με τον υποδοχέα του μετατρεπτικού ενζύμου της αγγειοτενσίνης τύπου 2 (ACE-2), μέσω του οποίου και επιτυγχάνει την είσοδό του στα κύτταρα.
- Το ACE-2, το οποίο εκφράζεται στους πνεύμονες, την καρδιά και τα αγγεία, είναι βασικό μέλος του άξονα ρενίνης – αγγειοτενσίνης (RAS), που παίζει καίριο ρόλο στην παθοφυσιολογία της καρδιαγγειακής νόσου.
- Η καρδιαγγειακή νόσος που σχετίζεται με τη νόσο COVID-19, πιθανόν επάγεται από την απορρύθμιση του συστήματος RAS/ACE2 λόγω λοίμωξης από SARS-CoV2 σε συνδυασμό με την ύπαρξη συννοσηροτήτων, όπως η υπέρταση.
- Η καρδιαγγειακή νόσος μπορεί να είναι ένα πρωτογενές φαινόμενο στη νόσο COVID-19, αλλά μπορεί να είναι και δευτερογενής, απορρέουσα από οξεία βλάβη των πνευμόνων, η οποία οδηγεί σε αυξημένο καρδιακό έργο, κατάσταση δυνητικά επικίνδυνη σε ασθενείς με προϋπάρχουσα καρδιακή ανεπάρκεια.
- Ο καταρράκτης απελευθέρωσης κυτοκινών, που προκαλείται από την διαταραχή της ενεργοποίησης των Τ λεμφοκυττάρων, με αποτέλεσμα την πέρα του φυσιολογικού αύξηση της απελευθέρωσης ιντερλευκίνης-6 (IL-6), ιντερλευκίνης-17 (IL-17) και άλλων κυτοκινών, μπορεί να συμβάλει στην πρόκληση καρδιαγγειακής βλάβης κατά τη νόσο COVID-19. Για το λόγο αυτό και η εξουδετέρωση της δράσης της IL-6 αποτελεί δυνάμει θεραπευτικό στόχο για τη νόσο.
- Η ενεργοποίηση του ανοσοποιητικού συστήματος, μαζί με άλλες συνοδές μεταβολικές διαταραχές που προκαλούνται στη νόσο COVID-19, μπορεί να οδηγήσει σε αστάθεια της αθηρωματικής πλάκας, καταλήγοντας τελικά σε πρόκληση οξέων στεφανιαίων συμβαμάτων.
COVID-19 ΚΑΙ ΑΡΤΗΡΙΑΚΗ ΥΠΕΡΤΑΣΗ
Ο επιπολασμός (συνολικός αριθμός των ασθενών που πάσχουν από μια συγκεκριμένη νόσο) της προϋπάρχουσας υπέρτασης φαίνεται να είναι υψηλότερος σε ασθενείς με COVID-19 που αναπτύσσουν τελικά σοβαρή νόσο, έναντι εκείνων που παρουσιάζουν πολύ ηπιότερες εκδηλώσεις της νόσου. Αυτό φαίνεται να ισχύει και για την εμφάνιση επιπλοκών της νόσου, όπως είναι το σύνδρομο οξείας αναπνευστικής δυσχέρειας (ARDS) ή ο θάνατος. Ωστόσο, οι παρατηρήσεις αυτές βασίστηκαν σε πρώιμες μελέτες, οι οποίες δεν είχαν σταθμιστεί με ανεξάρτητο παράγοντα την ηλικία, παράμετρο που παίζει πολύ σημαντικό ρόλο στην έκφανση της νόσου. Οι μηχανισμοί αλληλεπίδρασης αρτηριακής υπέρτασης και COVID-19 έχουν άμεση εξάρτηση με την ηλικία και των συναφών με αυτή συννοσηροτήτων.
Κάθε ιός χρειάζεται να εισέρθει στα κύτταρα του οργανισμού που έχει επιμολύνει, ώστε να μπορέσει να χρησιμοποιήσει τα συστήματα των κυττάρων για να αναπαραχθεί, εφόσον ο ίδιος δεν μπορεί να επιτύχει κάτι τέτοιο από μόνος του. Ο κορωνοϊός SARS-CoV-2 δρα ακριβώς με τον ίδιο τρόπο, όμως για να μπορέσει να «ξεγελάσει» το κύτταρο και να εισέλθει σε αυτό, ενώνεται μέσω των ακίδων του με το μετατρεπτικό ένζυμο της αγγειοτενσίνης τύπου 2 (ACE-2), ώστε να εισέλθει μέσα στο κύτταρο μέσω των υποδοχέων που διαθέτει εξ ορισμού το κύτταρο για το ACE-2. Το ACE-2 (ομόλογο του γνωστού ACE που μετατρέπει την Αγγειοτενσίνη-I σε Αγγειοτενσίνη-II) είναι μία αμινοπεπτιδάση που παίζει σπουδαίο ρόλο στην καρδιακή λειτουργία και στην παθογένεση της υπερτασικής νόσου. Φυσιολογικά, το ACE-2, αποδομεί την Αγγειοτενσίνη-ΙΙ σε Αγγειοτενσίνη 1-7 και ακολούθως μετατρέπει την Αγγειοτενσίνη-I σε Αγγειοτενσίνη 1-9. Έτσι, μέσω του ACE-2, προκαλείται αγγειοδιαστολή και ασκείται καρδιονεφρική προστασία, μέσω ελάττωσης των επιπέδων της Αγγειοτενσίνης-II και της παράλληλης αύξησης των επιπέδων της Αγγειοτενσίνης 1-7.
Υπήρξε μια πρώιμη υπόθεση ότι η θεραπεία της υπέρτασης με αναστολείς του άξονα (RAAS) μπορεί να επηρεάσει τη σύνδεση του SARS-CoV-2 με το ένζυμο ACE-2, προάγοντας τη νόσο. Η υπόθεση αυτή βασίστηκε σε ορισμένα πειραματικά ευρήματα ότι οι αναστολείς RAS (αναστολείς του μετατρεπτικού ενζύμου της αγγειοτενσίνης / ACEIs ή αποκλειστές των υποδοχέων της αγγειοτενσίνης ΙΙ τύπου 1 / ARBs) προκαλούν αντισταθμιστική αύξηση των ιστικών επιπέδων του ACE-2 καθώς αυξάνουν το υπόστρωμα δράσης του, και, επομένως, μπορεί να δρουν επιβλαβώς στους υπερτασικούς ασθενείς που εκτίθενται σε SARS-CoV-2. Είναι ωστόσο σημαντικό να τονιστεί ότι δεν υπάρχουν σαφείς ενδείξεις ότι η χρήση ACEIs ή ARBs οδηγεί σε αύξηση των επιπέδων του ACE2 στους ανθρώπινους ιστούς. Τα διαθέσιμα μάλιστα δεδομένα από λήψεις αίματος υποδεικνύουν ότι δεν υπάρχει συσχέτιση μεταξύ των κυκλοφορούντων επιπέδων ACE-2 και της χρήσης ανταγωνιστών του άξονα RAAS. Απεναντίας, σε πειραματικά μοντέλα, οι ARBs μπορεί να έχουν δυνητικά και προστατευτική επίδραση. Μια πρόσφατη μελέτη παρατήρησης σε πάνω από 8910 ασθενείς από 169 νοσοκομεία σε Ασία, Ευρώπη και Βόρεια Αμερική, δεν έδειξε συσχέτιση της χρήσης ACEI ή ARB με πιθανή αύξηση της ενδονοσοκομειακής θνησιμότητας, ενώ μια έτερη μελέτη που διεξήχθη στην Wuhan (την πόλη της Κίνας από την οποία φαίνεται να ξεκίνησε η πανδημία COVID-19) έδειξε ότι σε 1128 νοσηλευόμενους ασθενείς η χρήση ACEIs/ARBs συσχετίστηκε με χαμηλότερο κίνδυνο λοίμωξης από COVID-19 ή εμφάνισης σοβαρών επιπλοκών ή θανάτου από λοίμωξη COVID-19. Τα πιο πρόσφατα δεδομένα δεν υποδεικνύουν διαφορά στη θνησιμότητα από όλες τις αιτίες ανάμεσα στους χρήστες και τους μη χρήστες φαρμάκων της κατηγορίας ACEIs/ARBs. Αυτό συνάδει με τις δεδομένες οδηγίες από μεγάλες εταιρείες μελέτης του καρδιαγγειακού κινδύνου, που συνιστούν σε ασθενείς που λαμβάνουν ACEΙs ή ARBs να μη σταματήσουν τη θεραπεία τους με αυτά τα σκευάσματα.
COVID-19 ΚΑΙ ΜΥΟΚΑΡΔΙΤΙΔΑ / ΟΞΕΙΑ ΜΥΟΚΑΡΔΙΑΚΗ ΒΛΑΒΗ
Εικόνα μυοκαρδίτιδας μπορεί να εμφανιστεί σε ασθενείς που νοσούν από COVID- 19 αρκετές ημέρες μετά την έναρξη του πυρετού. Αυτό υποδεικνύει βλάβη του μυοκαρδίου που προκαλείται από την ιογενή λοίμωξη. Ο υποκείμενος μηχανισμός της βλάβης του μυοκαρδίου που προκαλείται από τον κορωνοϊό SARS-CoV-2 περιλαμβάνει ενδεχομένως την αύξηση των επιπέδων του ACE-2 στην καρδιά και τα στεφανιαία αγγεία. Ωστόσο, τόσο η αναπνευστική ανεπάρκεια και συνοδός υποξία που παρατηρείται κατά τη νόσηση COVID-19 μπορεί επίσης να προκαλέσει βλάβη στο μυοκάρδιο, ενώ ιδιαίτερα σημαντικό ρόλο στη φλεγμονή του μυοκαρδίου φαίνεται να παίζουν και ανοσολογικοί μηχανισμοί∙ πιο συγκεκριμένα, η καρδιακή βλάβη οδηγεί σε ενεργοποίηση της εγγενούς ανοσολογικής απόκρισης με συνοδό απελευθέρωση προφλεγμονικών κυτοκινών, καθώς και σε ενεργοποίηση των προσαρμοστικών μηχανισμών ανοσολογικής φύσεως, μέσω μοριακού μιμητισμού.
ΒΑΣΙΚΑ ΣΗΜΕΙΑ ΠΟΥ ΠΡΕΠΕΙ Ο ΚΑΘΕΝΑΣ ΝΑ ΕΧΕΙ ΥΠΟΨΙΝ ΤΟΥ
- Η ασθένεια COVID-19 είναι ιογενούς αιτιολογίας, και, όπως παραδοσιακά ισχύει, η φαρμακευτική αντιμετώπιση των ιογενών νόσων είναι σχετικά συνθετότερη και λιγότερο αποτελεσματική και ασφαλής σε σχέση με τη κλασική χορήγηση αντιβιοτικής αγωγής για τα μικροβιακής προελεύσεως νοσήματα. Άλλωστε, ακόμα και στις μέρες μας η ιατρική πρακτική είναι κατά κανόνα προσανατολισμένη στο να επιτρέπει στις ιώσεις να «κάνουν τον κύκλο» τους και να αποδράμουν αφ’εαυτές, χωρίς άμεση θεραπευτική παρέμβαση (πλην βέβαια της χορήγησης σκευασμάτων για την ανακούφιση της κλινικής συμπτωματολογίας). Ωστόσο, το επιστημονικό ενδιαφέρον ήταν ανέκαθεν στραμμένο στην κατεύθυνση της ανακάλυψης και ανάπτυξης άμεσα αντι-ιικής θεραπείας, κάτι που αντικατοπτρίζεται στην ανάπτυξη αντι-ιικής αγωγής για λοιμώξεις οφειλόμενες στην οικογένεια των ερπητοϊών (ιοί του απλού έρπητα τύπου 1 και 2, ιός της ανεμοβλογιάς-ζωστήρος, ιός Epstein-Barr και κυτταρομεγαλοϊός), ηπατοτρόπων ιών (όπως η ηπατίτιδα Β) ή στον RNA ιό του AIDS (HIV 1 και 2). Τα τελευταία χρόνια το επιστημονικό ενδιαφέρον έχει στραφεί στη χρήση φαρμακευτικών μορίων που δρουν ανταγωνιστικά στον κύκλο πολλαπλασιασμού και πιο κοινών ιών, όπως αυτών του αναπνευστικού συστήματος , κάποιες από τις οποίες φαίνεται να έχουν ένα σχετικό αποτέλεσμα σε πολύ συγκεκριμένες οικογένειες ιών. Λαμπρότερο παράδειγμα αυτών είναι οι εκλεκτικοί αναστολείς της νευραμινιδάσης (με χαρακτηριστικότερους εκπρόσωπους την zanamivir, που κυκλοφορεί στα φαρμακεία με την εμπορική ονομασία Relenza και την ακόμα γνωστότερη oseltamivir, που κυκλοφορεί στα φαρμακεία με την εμπορική ονομασία Tamiflu)∙ οι νευραμινιδάσες του ιού της γρίπης είναι γλυκοπρωτεΐνες που ανευρίσκονται στην επιφάνεια του ιού της γρίπης. Η δράση του ενζύμου νευραμινιδάση του ιού είναι σημαντική τόσο για την είσοδο του ιού σε μη μολυσμένα κύτταρα όσο και για την αποδέσμευση των πρόσφατα δημιουργηθέντων σωματιδίων του ιού από τα μολυσμένα κύτταρα και για την περαιτέρω εξάπλωση του λοιμογόνου ιού στο σώμα. Η αναστολή αυτού έχει σαν αποτέλεσμα της αναστολή του κύκλου πολλαπλασιασμού του ιού της γρίπης, γι’ αυτό και οι εκλεκτικοί αναστολείς της νευραμινιδάσης θεωρούνται αυτή τη στιγμή και τα μόνο σχετικά αποτελεσματικά φάρμακα κατά της γρίπης, και ΜΟΝΟ κατά αυτής – ΟΧΙ για άλλες ιώσεις. Αντιστοίχως, μια έτερη κατηγορία αντι-ιικών φαρμάκων είναι και οι αναστολείς των ιικών RNA πολυμερασών (με χαρακτηριστικότερο εκπρόσωπο την remdesivir, που δεν κυκλοφορεί ακόμα στα φαρμακεία)∙ η remdesivir έχει ευρεία ενεργότητα έναντι ευρέως φάσματος RNA ιών, όπως οι φιλοϊοί (ιοί που προκαλούν αιμορραγικό πυρετό, όπως οι Ebola Virus / EBOV και Marburg Virus / MARV), οι κορωνοϊοί (SARS-CoV, MERS-CoV) και οι παραμυξοϊοί (RSV, NiV, Hendra), και αποτελεί αντικείμενο εντατικών επιστημονικών μελετών καθώς διαφαίνεται να υπάρχουν ευοίωνες προοπτικές για την χρήση της έναντι της όσου COVID-19. Ωστόσο μέχρι σήμερα δεν έχει λάβει ακόμα επίσημη έγκριση για τη χρήση της και παραμένει σε ερευνητικό επίπεδο και μόνο.
- Ελλείψει ειδικής αντι-ιικής φαρμακευτικής αγωγής, στην ιατρική πράξη έχουν δοκιμαστεί και εξακολουθούν να δοκιμάζονται και μη ειδικές φαρμακευτικές ουσίες, κυρίως με σκοπό την ανάσχεση της ταχύτατης εξέλιξης της συμπτωματολογίας η οποία και παρατηρείται σε κάποιους ασθενείς, και που δυστυχώς μπορεί να επιφέρει έως και το θάνατο σε αυτούς. Δυστυχώς αυτές οι φαρμακευτικές ουσίες δεν έχουν αποδείξει συνέπεια και σταθερότητα στο κλινικό αποτέλεσμα της χορήγησής τους, ενώ θέτουν και αρκετά ζητήματα ασφάλειας από τη χρήση τους, καθώς αλληλοεπιδρούν με άλλα φάρμακα, που μπορεί ήδη να λαμβάνουν ιδιαίτερα οι καρδιολογικοί ασθενείς από COVID-19.
Chloroquine και Hydroxychloroquine: Χρησιμοποιούνται για την αντιμετώπιση της ελονοσίας, με κύριο μηχανισμό δράσης τους τη σταθεροποίηση της κυτταρικής μεμβράνης ώστε να αναστέλλεται η λύση του κυττάρου από το παράσιτο της ελονοσίας και επομένως η εξάπλωση του παρασίτου στα γειτονικά κύτταρα. Καθώς οι ιοί πολλαπλασιάζονται με ανάλογο τρόπο (ενδοκυττάριος πολλαπλασιασμός και λύση του κυττάρου για έξοδο και επιμόλυνση των γειτονικών κυττάρων), υπήρξαν ελπίδες ότι μπορεί να επιδρούν ευεργετικά στην λοίμωξη από τον SARS-CoV-2. Ωστόσο μπορούν να προκαλέσουν παράταση αναπολώσεως (παράταση του QTc) και να οδηγήσουν δυνητικά σε επικίνδυνες αρρυθμίες.
Methylprednisolone: Ως ομόλογο κορτιζόνης, η χρησιμοποίησή της για αναστολή του φλεγμονώδους καταρράκτη (κυρίως μέσω της δραστηριοποίησης των ιντερλευκινών) που παρατηρείται στη νόσηση από COVID-19, ιδίως σε ασθενείς που παρουσιάζουν βαρύτερο κλινικό σύνδρομο, θεωρήθηκε ελπιδοφόρα. Ωστόσο, εμπεριέχει εγγενώς τις ανεπιθύμητες ενέργειες της χρήσης κορτιζόνης, ενώ αλληλοεπιδρά και στην αντιπηξία, με αποτέλεσμα να χρειάζεται αυξημένη παρακολούθηση σε ασθενείς που λαμβάνουν κουμαρινικά αντιπηκτικά.
Αντι-ρετροϊική αγωγή: Τα αντι-ρετροϊικά φάρμακα, ως φάρμακα που στρέφονται κατά RNA ιού, ενδεχομένως να παρουσιάζουν θετικό προφίλ στην αντιμετώπιση του SARS-CoV-2. Ωστόσο, είναι φάρμακα που αλληλοεπιδρούν με τα αντιπηκτικά σκευάσματα (κουμαρινικά ή νεότερα), με τις στατίνες (συστήνεται η αγωγή με χαμηλότερες δόσεις αυτών σε αυτήν την περίπτωση) και με τα αντιαρρυθμικά (σύσταση για χρήση των χαμηλότερων δυνατών δύσεων σε σκευάσματα που δυνητικά παρατείνουν το διάστημα QTc όπως και σε διγοξίνη).
- Η εκδήλωση της νόσου COVID-19 ποικίλει, από σχεδόν ανυπαρξία συμπτωμάτων (υποκλινική νόσηση) έως και εικόνα πολύ βαρέως κλινικού συνδρόμου, που μπορεί να οδηγήσει σε πολύ σοβαρές επιπλοκές, όπως η βαρεία λοίμωξη κατωτέρου αναπνευστικού / αναπνευστική ανεπάρκεια και ο θάνατος. Η έκφανση της νόσου στον κάθε ασθενή δεν μπορεί να προκαθοριστεί, φαινόμενο που ακολουθεί απόλυτα τον κανόνα των ιογενών λοιμώξεων (ακόμα και στην περίπτωση της γρίπης, υπάρχουν κλασσικά ασθενείς που την περνάν «στο πόδι» και άλλοι οι οποίοι παρουσιάζουν βαρειές, ακόμα και θανάσιμες, επιπλοκές). Στο περιορισμένο αυτό διάστημα που έχει περιγραφεί η νόσος (λιγότερο από 1 έτος από την καταγραφή του 1ου ασθενούς), διαφαίνεται πως οι μικρότερες ηλικίες νοσούν κατά κανόνα πολύ ηπιότερα (ή και υποκλινικά) από τον SARS-CoV-2, ενώ κατηγορίες ασθενών με συγκεκριμένα κλινικά χαρακτηριστικά (παράγοντες κινδύνου) διατρέχουν μεγαλύτερο κίνδυνο για βαρύτερη κλινική εκδήλωση ή εμφάνιση επιπλοκών από τη νόσο.
Παράγοντες που χαρακτηρίζουν έναν ασθενή ως ομάδα υψηλού κινδύνου είναι οι κάτωθι:
- Μεγάλη Ηλικία
- Χρονία Πνευμονική Νόσος
- Χρονία Καρδιακή Ανεπάρκεια (σταδίου NYHA III ή IV)
- Ασθενείς σε αναμονή προς Καρδιοχειρουργική Επέμβαση
- Ανοσοανεπάρκεια ή Ατομικό Ιστορικό Μεταμόσχευσης Οργάνου
- Αρτηριακή Υπέρταση
- Στεφανιαία Νόσος
- Αγγειακή Εγκεφαλική Νόσος
- Σακχαρώδης Διαβήτης
- Νοσογόνος Παχυσαρκία (BMI > kg/m2)
- Καρδιακές Αρρυθμίες
- Γυναικείο Φύλο
- Θεραπεία με Αναστολείς του Μετατρεπτικού Ενζύμου (ACEIs)
- Θεραπεία με Στατίνες
Ωστόσο, θα πρέπει να τονιστεί ότι η ύπαρξη κάποιας ή κάποιων από τις παραπάνω νόσους ή συνθήκες δεν κατατάσσει αυτομάτως τον ασθενή σε ομάδα υψηλού κινδύνου, ενώ κάποιες άλλες από αυτές έχουν αμφισβητηθεί ως προς την πραγματική σοβαρότητα που ενέχουν. Έτσι, η μεγάλη ηλικία έχει την έννοια της εκδήλωσης μεγαλύτερης νοσολογίας (παρουσίας κλινικών καταστάσεων και ασθενειών) στον ηλικιωμένο άνθρωπο, γεγονός ΕΝΤΕΛΩΣ ΣΧΕΤΙΚΟ, καθώς δεν υπάρχει καμία λογική στο να ταυτίζουμε την έννοια «ηλικιωμένος» άνθρωπος με την έννοια «άρρωστος» άνθρωπος. Υπάρχουν ηλικιωμένοι άνθρωποι που χαίρουν άκρας υγείας, και, επομένως, δύσκολα μπορούν να ενταχθούν με απόλυτα κριτήρια στην ομάδα των υψηλού κινδύνου ασθενών. Η στατιστική αξία των εννοιών δεν πρέπει να θεωρείται ποτέ ως ο απόλυτος κανόνας, καθώς είναι μαθηματικές έννοιες με σκοπό τη διευκόλυνση της έρευνας και της συνεννόηση μεταξύ των επιστημόνων και όχι της ένταξης με στενά κριτήρια του καθενός ατόμου σε αυτές. Αντιστοίχως, η παρουσία καρδιοπάθειας ή πνευμονοπάθειας αναφέρεται σε ασθενείς που έχουν ΜΟΝΙΜΟ σοβαρό πρόβλημα, με αιμοδυναμικές ενδεχομένως επιπτώσεις, και που σε οποιαδήποτε κλινική επιβάρυνση του οργανισμού τους θα παρουσιάζουν απορρύθμιση της λεπτής ισορροπίας της υγείας τους (σε οποιαδήποτε λοίμωξη του αναπνευστικού, ιογενούς ή μη αιτιολογίας, π.χ. γρίπη). Οι καρδιοπαθείς που βρίσκονται σε μια σχετικά σταθερή κατάσταση με την φαρμακευτική αγωγή τους, ναι μεν δεν βρίσκονται στο χαμηλότερο σκαλί της κλίμακας επικινδυνότητας, ωστόσο η πιθανότητα να εκδηλώσουν βαρύ και δυνητικά θανατηφόρο κλινικό σύνδρομο είναι σαφώς μικρότερη από την προηγούμενη ομάδα. Η έννοια αρρυθμίες πρέπει να γίνει κατανοητό ότι αναφέρεται σε ατομικό ιστορικό βαρέων και δυνητικά επικίνδυνων για τη ζωή αρρυθμιών (αρρυθμιών κατά κανόνα κοιλιακής προελεύσεως σε οργανικά επηρεασμένες καρδιές), και ΟΧΙ σε απλές υπερκοιλιακές διαταραχές του ρυθμού, ή καλά ελεγχόμενη κολπική μαρμαρυγή. Η παρουσία παραγόντων κινδύνου (αρτηριακή υπέρταση, σακχαρώδης διαβήτης) απλά συνοδεύονται συχνά από καρδιαγγειακές επιπλοκές, που μπορεί να μην έχουν ακόμα γίνει κλινικά αντιληπτές από τον ασθενή, και δεν είναι κατά κονόνα αυτές καθ’ εαυτές επιβαρυντικοί παράγοντες, η χρήση συγκεκριμένων κατηγοριών φαρμάκων έχει αμφισβητηθεί από μελέτες που έχουν ακολουθήσει ενώ ακόμα και το γυναικείο φύλο είναι υπό αμφισβήτηση παράγοντας (αφού κατά μέσο όρο φαίνεται ότι τα σοβαρότερα κυρίως κρούσματα COVID-19 καταγράφονται κατά κανόνα σε άνδρες).
- Υπάρχει μεγάλη συζήτηση όσων αφορά τις ηλικίες που προσβάλλει ο κορωνοϊός SARS-CoV-2. Θα πρέπει να γίνει κατανοητό ότι όλοι ιοί, επομένως και ο κορωνοϊός SARS-CoV-2, μπορούν να προσβάλουν ΟΠΟΙΑΔΗΠΟΤΕ ηλικία. Το εάν όμως η «μόλυνση» μεταφραστεί σε «νόσηση» είναι εντελώς διαφορετική έννοια. Η «μόλυνση» στις μικρότερες ηλικίες και στους ασθενείς με καθόλου ή ελάχιστα θέματα υγείας συνήθως φαίνεται να λαμβάνει τη μορφή ασυμπτωματικής / υποκλινικής ή ολιγοσυμπτωματικής λοιμώξεως, ενώ σε μεγαλύτερες ηλικίες και σε ασθενείς με επιβαρυμένη υγεία φαίνεται να εκδηλώνεται με πιο βαρειά κλινική εικόνα και με ενδεχόμενη εμφάνιση σοβαρών επιπλοκών. Η εξαγωγή συμπερασμάτων για το εάν κάποιες ηλικίες είναι πιο «επιρρεπείς» στην «μόλυνση» από τον SARS-CoV-2 είναι αρκετά επισφαλείς προς το παρόν, καθώς πρόκειται για έναν ιό με ελάχιστη χρονικά κλινική πορεία (περίπου 1 έτος), για τον οποίο δεν έχουν γίνει αντίστοιχες τυχαιοποιημένες μελέτες, και τα όποια συμπεράσματα εξάγονται από μητρώα παρατήρησης των ασθενών. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι τα ποσοστά μετάδοσης του ιού και τα δημογραφικά του χαρακτηριστικά βρίσκονται σε άμεση συνάφεια με τους πληθυσμούς οι οποίοι εξετάζονται, γεγονός που στατιστικώς ενέχει μεγάλη πιθανότητα λάθους. Για παράδειγμα, εάν οι δειγματοληπτικοί έλεγχοι γίνονται ανάμεσα σε ομάδες ατόμων που ταξιδεύουν (ταξιδιώτες στα πλαίσια καλοκαιρινών διακοπών, όπως συμβαίνει την περίοδο του καλοκαιριού στη χώρα μας), είναι αναμενόμενο οι όποιοι θετικοί να είναι κατά κανόνα νέοι, αδειούχοι εργαζόμενοι (καθώς αποτελούν τον κύριο όγκο των ταξιδιωτών την περίοδο αυτή, σε αντιπαράθεση με τους ηλικιωμένους που ταξιδεύουν σε σχετικά πολύ μικρότερους αριθμούς). Άλλωστε, οι περισσότεροι από αυτούς βγαίνουν απλώς θετικοί στα διαγνωστικά τεστ, χωρίς να σημαίνει επ’ουδενί ότι όλοι ή ακόμα και η πλειοψηφία αυτών πρόκειται να νοσήσει!. Αλλά ακόμα και σε ΜΗ δειγματοληπτικούς ελέγχους, που γίνονται σε «ασθενείς» που οικειοθελώς προσέρχονται να εξεταστούν εργαστηριακώς (ασυμπτωματικούς ή και ολιγοσυμπτωματικούς), τα θετικά κρούσματα καταγράφονται ουσιαστικά από μη τυχαιοποιημένη δειγματοληψία, με αποτέλεσμα οι νεότεροι, που ψάχνονται και περισσότερο, να διαμορφώνουν έναν μικρότερο μέσο όρο ηλικίας στο στατιστικό αποτέλεσμα, καθώς οι πιο ηλικιωμένοι δεν κυκλοφορούν τόσο και δεν καταφεύγουν με τον ίδιο ρυθμό στα διαγνωστικά τεστ για τον κορωνοϊό.
Συμπερασματικά, πρέπει να είμαστε πολύ προσεχτικοί και να μην εξάγουμε επισφαλή συμπεράσματα για μετατοπίσεις του ηλικιακού φάσματος της λοίμωξης από τον κορωνοϊό SARS-CoV-2. Ο ιός μπορεί να μεταδοθεί στον οποιανδήποτε ανεξαρτήτως ηλικίας, εφόσον δεν έχει ανοσία σε αυτόν (δηλαδή πρακτικά σε όλους όσοι δεν έχουν νοσήσει, και, πιθανώς, και σε αυτούς που έχουν νοσήσει και έχει παρέλθει αρκετό χρονικό διάστημα από τη νόησή τους μέχρι την επανέκθεσή τους σε πηγή μόλυνσης από τον ιό), ΑΛΛΑ η εκδήλωση της λοίμωξης μπορεί να είναι εντελώς διαφορετική, αναλόγως της ηλικίας και των κλινικών χαρακτηριστικών του κάθε ασθενούς.
- Η καλύτερη αντιμετώπιση των ιώσεων είναι η δημιουργία ενεργητικής ανοσίας, πρακτικά δηλαδή ο εμβολιασμός του πληθυσμού (ενεργητική παρεμπιπτόντως είναι και η ανοσία που καταλείπει και αυτή καθ’ εαυτή η νόσηση από έναν μικροοργανισμό). Η αντιμετώπιση αυτή αποτελεί τον βασικό πυλώνα για παράδειγμα στην περίπτωση της γρίπης, καθώς θεωρείται και συστήνεται ως αναγκαία και απαραίτητη σε ασθενείς που ανήκουν σε ομάδες υψηλού κινδύνου, παρά την ανάπτυξη τα τελευταία χρόνια ειδικής αντι-ιικής φαρμακευτικής αγωγής. Ωστόσο, η ανάπτυξη ενός εμβολίου (οπότε και, αντιστοίχως, εμβολίου για τον κορωνοϊό SARS-CoV-2) προϋποθέτει ένα σχετικά μακρό χρονικό διάστημα, στο οποίο, πέρα από την παρασκευή του εμβολίου, θα πρέπει να γίνει εκτίμηση της αποτελεσματικότητος (του ποσοστού παραγωγής αντισωμάτων από τον οργανισμό), της διάρκειας ανοσίας που καταλείπει (εάν θα είναι μόνιμη ή χρειάζονται επαναληπτικές δόσεις του εμβολίου και σε τι χρονικά διαστήματα θα πρέπει να γίνουν αυτές), καθώς και της ασφάλειας χορήγησής του (να μην παρατηρηθούν μη αποδεκτές παρενέργειες). Επί του παρόντος, υπάρχει ένας αγώνας δρόμου από τα περισσότερα μεγάλα μέλη της διεθνούς φαρμακευτικής βιομηχανίας για την παραγωγή εμβολίου, με ενθαρρυντικά πρώτα αποτελέσματα, που μένει όμως να τελεσφορήσουν σε χρονικό πλάνο μη σαφώς ακόμα προσδιορισμένο.
- Μέχρι την πιο «ριζοσπαστική» λύση στην αντιμετώπιση του κορωνοϊού SARS-CoV-2 που θα προσφέρει η ανάπτυξη του αντίστοιχου εμβολίου, ο καλύτερος τρόπος πρόληψης είναι η προσήλωση στους γενικούς κανόνες πρόληψης των αερογενών λοιμώξεων. Η μετάδοση του ιού γίνεται αερογενώς, από αιωρούμενα στον αέρα σταγονίδια που προέρχονται από ασθενείς συνήθως κατά την ώρα του πταρμού ή της ομιλίας, κατ’ αναλογία με τον πολύ γνωστότερο ιό της γρίπης, αλλά μπορεί να μεταδοθεί και άμεσα από την επαφή με τον ασθενή, ο οποίος έχει «διασπείρει» πάνω του τα σταγονίδια αυτά (πχ πταρμός στα χέρια του και επαφή των χεριών του μετά σε άλλα σημεία του σώματός του ή σε άλλο άτομο), ή έμμεσα (από τη μεταφορά αυτών των σταγονιδίων στο γύρω χώρο από αυτόν που βρίσκεται ο ασθενής, είτε από επικάθιση των σταγονιδίων της ατμόσφαιρας είτε από άμεση επαφή του ασθενούν με τα αντικείμενα του χώρου). Η περίοδος επώασης του ιού είναι 2-14 ημέρες, (κυρίως 3-7 ημέρες), με τον ιό να είναι μεταδοτικός κατά τη διάρκεια της περιόδου λανθάνουσας κατάστασης (τελευταίες μέρες επώασης πριν την εκδήλωση κλινικής συμπτωματολογίας). Ο κορωνοϊός SARS-CoV‑2 μπορεί να ανιχνευθεί ήδη 1-2 ημέρες πριν από την εμφάνιση συμπτωμάτων του ανωτέρου αναπνευστικού. Σε ασθενείς με ήπια συμπτωματολογία, διαπιστώθηκε πρόωρη ιογενή κάθαρση, με το 90% αυτών των ασθενών να αρνητικοποιεί την αλυσιδωτή αντίδραση πολυμεράσης της αντίστροφης τρανσκριπτάσης (RT-PCR) το αργότερο μέχρι την 10η ημέρα μετά την έναρξη της νόσου. Αντίθετα, ασθενείς με σοβαρότερη συμπτωματολογία εξακολουθούν να παρουσιάζουν θετικό το εργαστηριακό διαγνωστικό τεστ κατά την 10η ημέρα μετά την έναρξη της νόσου ή ακόμα αργότερα. Η μέση διάρκεια παρουσίας ιικού φορτίου σε πτύελα ήταν 20 ημέρες (εύρος: 17–24 ημέρες), με μεγαλύτερη παρατηρούμενη διάρκεια παρουσίας ιικού φορτίου τις 37 ημέρες. Μετά την απέκκρισή του από τον πάσχοντα, ο SARS-CoV‑2 επιβιώνει επί μακρότερα χρονικά διαστήματα στο πλαστικό και το ανοξείδωτο ατσάλι από ό,τι στο χαλκό και το χαρτόνι, ενώ ζώντες ιοί έχουν ανιχνευθεί μέχρι και 72 ώρες μετά από την μετάδοσή τους σε αυτές τις επιφάνειες.
ΜΕΤΡΑ ΠΡΟΛΗΨΗΣ – ΛΟΓΙΚΗ ΚΑΙ ΠΑΡΕΡΜΗΝΕΙΑ
Η πανδημία COVID-19 επέφερε μεγάλες αλλαγές στην καθημερινότητά μας, επιβάλλοντας την υιοθέτηση σημαντικών κανόνων προστασίας και την προσαρμογή της ζωής μας στις «καινοφανείς» αυτές συνθήκες. Ωστόσο, επέφερε και μεγάλη σύγχυση σχετικά με τον τρόπο και το βαθμό με τον οποίο πρέπει να εφαρμοστούν αυτά τα μέτρα πρόληψης, και, δυστυχώς, ενώ η λογική της λήψης συγκεκριμένων προφυλάξεων είναι αδιαμφισβήτητη, η πρακτική τους εφαρμογή δεν στάθηκε σε πολλές περιπτώσεις εφάμιλλη της σοβαρότητας της κατάστασης. Και, δυστυχώς, ο κατακλυσμός πληροφοριών που μεταδόθηκαν και συνεχίζουν αδιάλειπτα να μεταδίδονται κυρίως από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης, πολλές φορές κατάφερε μάλλον να διασκορπίσει πανικό παρά μια αίσθηση ενημέρωσης και επιστημονικής καθοδήγησης του κόσμου.
Είναι λοιπόν απαραίτητο να αποσαφηνιστούν τα κάτωθι στοιχεία:
- Η πληροφορία που μεταφέρεται ότι η μολυσματικότητα του SARS–CoV-2 είναι πολύ μεγαλύτερη από αυτήν του ιού της γρίπης ή και άλλων ιώσεων θα πρέπει να εκλαμβάνεται με σκεπτικότητα και κριτική σκέψη. Κι αυτό γιατί, ναι μεν σε απόλυτους αριθμούς ο νέος κορωνοϊός φαίνεται να έχει πολύ υψηλή μεταδοτικότητα, όμως οι παρατηρήσεις αυτές βασίζονται σε έναν πληθυσμό που δεν έχει καμία ενεργητική ανοσία έναντι του συγκεκριμένου ιού (ούτε είχε νοσήσει πρωτύτερα από αυτόν ούτε και είχε εμβολιαστεί για τη νόσο που προκαλεί), σε αντίθεση με την γρίπη, για την οποία ένα πολύ μεγάλο μέρος του πληθυσμού είναι εμβολιασμένο ή έχει ήδη νοσήσει από αυτήν, οπότε και δεν μπορεί να «κολλήσει» τον ιό ξανά. Κοινώς, ο καθένας μας μπορεί να «κολλήσει» κορωνοϊό, όχι όμως γρίπη, και αυτό δεν οφείλεται σε κάποιο φαινόμενο αυξημένης μεταδοτικότητας, αλλά σε ύπαρξη ανοσίας έναντι της γρίπης (συμπεριλαμβανομένης και της λεγομένης «ανοσίας της αγέλης»), που δεν υπάρχει για τον κορωνοϊό SARS-CoV-2.
- Η μόλυνση από τον SARS–CoV-2 δεν ταυτίζεται με την έννοια λοίμωξη / νόσηση από COVID-19. Το ότι ένα άτομο μολύνθηκε, δεν σημαίνει σε καμία περίπτωση ότι θα αρρωστήσει κιόλας, καθώς μπορεί να μην εμφανίσει ουδεμία συμπτωματολογία ή να νοσήσει με πολύ ελαφρά συμπτώματα (που στην πραγματικότητα είναι και ο κανόνας στις περισσότερες ιώσεις). Ωστόσο, και παρά την ενδεχόμενη έλλειψη συμπτωμάτων, το άτομο αυτό μπορεί να μεταδώσει τον κορωνοϊό στους ανθρώπους με τους οποίους έρχεται σε επαφή με τον ίδιο ακριβώς τρόπο όπως και εάν είχε ασθενήσει (απλά με μικρότερη πιθανότητα, εφόσον η απέκκριση πτυέλων μέσω βήχα για παράδειγμα είναι δραματικά λιγότερη στον συμπτωματικό). Αυτή είναι η κατάσταση του λεγόμενου «φορέα», και είναι κάτι που προβληματίζει τις υπηρεσίες υγιεινής της κάθε χώρας γιατί είναι δύσκολο να τακτοποιηθούν οι φορείς (ο μόνος τρόπος θα ήταν εάν υποβαλλόταν, επανειλημμένα και σε τακτικά διαστήματα, σε διαγνωστικά τεστ ολόκληρος ο πληθυσμός).
- Η χρήση ιατρικής μάσκας για ατομική προστασία αποτελεί ημίμετρο. Η χειρουργική μάσκα χρησιμοποιείται από τους ιατρούς για να εμποδίσουν την επιμόλυνση του πεδίου από τα δικά τους σωματικά υγρά, και ΟΧΙ για να προστατευτούν οι ίδιοι από ενδεχόμενη μόλυνσή τους από τον ασθενή. Άρα, η χειρουργική μάσκα είναι πράγματι πολύ χρήσιμη εάν νοσούμε από COVID-19 (ή υπάρχει ισχυρή υποψία ότι μπορεί να είμαστε φορείς του SARS–CoV-2), ώστε να μην τον μεταδώσουμε στους άλλους. Δεν είναι όμως το απόλυτο μέσο για να μην κολλήσουμε εμείς από τους άλλους, κι αυτό γιατί η μάσκα δεν διηθεί τον αέρα που αναπνέουμε (ο αέρας περνά άλλωστε κανονικά και από τα σημεία που δεν υπάρχει πλήρης επαφή της μάσκας με το πρόσωπο), και η συνεχής τοποθέτηση, αφαίρεση και επανατοποθέτηση της μάσκας στο πρόσωπό μας ενέχει εγγενώς τον κίνδυνο να έρθουμε σε επαφή (συνήθως τα χέρια μας) με τα μικροσταγονίδια που έχουν επικαθήσει εξωτερικώς της μάσκας, οπότε και να «αυτομολυνθούμε» σε δεύτερο χρόνο από εμάς τους ίδιους ή να επιμολύνουμε έτσι τον γύρο χώρο μας. Επιπλέον, οι πλαστικές προσωπίδες είναι πού λιγότερο αποδοτικές, καθώς αφήνουν ένα μεγάλο κενό στο κάτω τμήμα του προσώπου μας ελεύθερο στα σταγονίδια του αέρα, ενώ οι μάσκες με βαλβίδα είναι εξαιρετικά επικίνδυνες εάν αυτός που τις φορά είναι ήδη φορέας ή ασθενής, καθώς ΑΥΞΑΝΟΥΝ την πιθανότητα διασποράς του ιού στους γύρω τους. Επομένως, οι μάσκες θα πρέπει να χρησιμοποιούνται, αλλά να χρησιμοποιούνται ΣΩΣΤΑ και ΕΝ ΓΝΩΣΕΙ μας ότι δεν αποτελούν απόλυτη προστασία.
- Η χρήση γαντιών για ατομική προστασία είναι πρακτικά βλαπτική. Μπορεί βεβαίως τα γάντια να εμποδίζουν την άμεση επαφή των σταγονιδίων (ή των αντικειμένων στα οποία έχουν επικαθήσει τα μολυσμένα σταγονίδια) με το δέρμα μας, αλλά ουσιαστικά δρουν σαν «συσσωρευτές» μικροοργανισμών (συμπεριλαμβανομένου και το κορωνοϊού), καθώς αυτός που τα φορά δεν θα μπει για προφανείς λόγους στη διαδικασία να τα πλύνει ή απολυμάνει όσο χρονικό διάστημα τα φορά, με αποτέλεσμα να διασκορπίζουν ΟΤΙΔΗΠΟΤΕ έχουν «μαζέψει» σε ΟΠΟΙΑΔΗΠΟΤΕ άλλη επιφάνεια ακουμπήσει εν συνεχεία το συγκεκριμένο άτομο. Με το τρόπο αυτό, συμβάλλουν πρακτικά στη διάδοση και όχι στην προφύλαξη της νόσου. Η σωστή, «χειρουργική» χρήση των γαντιών (όπως χρησιμοποιούνται σε άσηπτο περιβάλλον κατά τις αντίστοιχες ιατρικές πράξεις) θα προστάτευε από τη μόλυνση από τον SARS-CoV-2 και τον χρήση και τους υπολοίπους με τους οποίους έρχεται άμεσα ή έμμεσα σε επαφή, όμως αυτός ο τρόπος χρήσης είναι αδύνατον ουσιαστικά να γίνει στο πεδίο της καθημερινής ζωής.
- Το τακτικό πλύσιμο και, ακόμα καλύτερα, η τακτική αντισηψία των χεριών βοηθά σε πολύ μεγάλο βαθμό στην πρόληψη μετάδοσης του κορωνοϊού. Ωστόσο, αυτό είναι ένα μέτρο που είναι ΑΥΤΟΝΟΗΤΟ, και δεν ανακαλύφθηκε λόγω της εμφάνισης του κορωνοϊού, αλλά ίσχυε ΑΝΕΚΑΘΕΝ, στην καθημερινότητα μας, καθώς ο άνθρωπος είναι δεδομένο ότι κάθε στιγμή έρχεται σε επαφή με επιφάνειες, αντικείμενα (π.χ. νομίσματα και χαρτονομίσματα) και ζωντανούς οργανισμούς (ζώα αλλά και συνανθρώπους του φυσικά) που είναι δυνάμει φορείς μικροβίων και ιών και, επομένως, υπάρχει πάντοτε η πιθανότητα να μεταφερθεί κάποιος λοιμογόνος παράγοντες από αυτούς στον ίδιο. Και αυτό βέβαια το μέτρο δεν είναι απόλυτο, καθώς είναι πρακτικά φύσει αδύνατο να μπορεί κάποιος να διατηρεί τα χέρια του άσηπτα σε κάθε δεδομένη χρονική στιγμή, καθώς αυτό θα επιτυγχανόταν μόνο εάν δεν χρησιμοποιούσε ποτέ τα χέρια του!. Ωστόσο καλό είναι να τονίζεται η σημασία του πλυσίματος και της αντισηψίας, αν και είναι κάτι που «μηχανικά» έπρεπε, πρέπει και θα πρέπει να εφαρμόζει το κάθε άτομο στη ζωή του, ανεξαρτήτως της εμφάνισης νέων λοιμώξεων τώρα και στο μέλλον.
- Η διατήρηση συγκεκριμένης απόστασης μεταξύ των ανθρώπων αποτελεί μέτρο ΕΝΤΕΛΩΣ θεωρητικό. Η λογική είναι ότι τα σταγονίδια που «εκπέμπει» ο φορέας / ασθενής καταπίπτουν όσο απομακρύνονται από αυτόν όπως ορίζει ο νόμος της βαρύτητας, οπότε δεν αιωρούνται για να τα εισπνεύσει κάποιος άλλος και να επιμολυνθεί. Ωστόσο, η ακριβής απόσταση και η διάρκεια αιώρησης των σταγονιδίων είναι ΦΥΣΕΙ ΑΔΥΝΑΤΟΝ να προσδιοριστεί, καθώς εξαρτάται από πάρα πολλούς παράγοντες (η ένταση που εκπέμπονται από τον φορέα/ασθενή, το μέγεθός τους, η ύπαρξη και η κατεύθυνση των ρευμάτων αέρα, η παρουσία πηγών δημιουργίας ρευμάτων αέρα όπως οι ανεμιστήρες και τα κλιματιστικά, για να αναφέρουμε ελάχιστους μόνο από αυτούς τους παράγοντες). Επιπλέον, όταν καταπέσουν τα σταγονίδια αυτά, έχουν θεωρητικά προκαλέσει την επιμόλυνση του χώρου, οπότε, και απόσταση από τον ασθενή να υπάρχει, μπορεί να επισυμβεί μετάδοση του ιού από την επαφή του ατόμου με τον επιμολυσμένο χώρο. Άρα, ο ορισμός της ελάχιστης αποστάσεως στα 1.5 ή 2 μέτρα, έτσι όπως κοινωνείται από τα ΜΜΕ, είναι κατ’ ουσία αυθαίρετος, θεωρητικός και δε βασίζεται σε μελέτες ή επιστημονικές παρατηρήσεις. Αλλά και στην πράξη, η απόσταση αυτή είναι αδύνατον να τηρηθεί σε συγκεκριμένες περιπτώσεις, όπως μέσα σε μια οικογένεια ή σε συγκεκριμένους χώρους ή τύπους εργασίας και συνεργασίας. Και φυσικά, δεν είναι δυνατό ο καθένας μας να κλειδωθεί σε ένα αποκλειστικά δικό του δωμάτιο για να μην έρχεται σε επαφή με τρίτους!.
- Στη μαθηματική λογική του ελάχιστου αναγκαίου ελευθέρου χώρου που προτείνεται να έχει ο καθένας μας γύρω του ώστε να τηρούνται οι αποστάσεις από τον άλλον, ελήφθησαν μέτρα του τύπου όπως ο συγκεκριμένος αριθμός πελατών μέσα σε κλειστούς χώρους υπεραγορών (super markets) ή άλλου τύπου καταστημάτων, μέτρο που είναι ΕΝΤΕΛΩΣ θεωρητικό, και, σε κάποιες περιπτώσεις, αγγίζει τα όρια του αστείου!. Ο περιορισμός του αριθμού των ατόμων στον κλειστό χώρο ενός super market για παράδειγμα δεν προστατεύει ΕΠ’ΟΥΔΕΝΙ από την επιμόλυνση του χώρου, αφού ο φορέας/ασθενής δεν παρεμποδίζεται στο να εισέλθει!. Επιπλέον, ακόμα και με την ΑΥΣΤΗΡΑ ΜΑΘΗΜΑΤΙΚΗ ΛΟΓΙΚΗ της μείωσης των πιθανοτήτων μετάδοσης, που υποθάλπει αυτό το μέτρο, μέσα στο χώρο του super market ο καθένας μπορεί κάλλιστα να βρεθεί σε πολύ μεγάλη εγγύτητα με τον άλλο (σε διαδρόμους, πάγκους αγορών κλπ.), είτε μπουν ελάχιστα, είτε μπουν περισσότερα άτομα.
- Η χρήση της μάσκας προσώπου ως οριζόντιο μέτρο προστασίας (υποχρεωτική χρήση για παράδειγμα σε ΚΑΘΕ κλειστό χώρο, ανεξαρτήτως εάν υπάρχει άλλο άτομο στον ίδιο χώρο), αποτελεί ως μέτρο μάλλον υπερβολή, αγγίζοντας σε κάποιες φάσεις τα όρια του κωμικού!. Εφόσον κάποιος είναι μόνος του σε ένα χώρο, είναι ΦΥΣΕΙ ΑΔΥΝΑΤΟΝ να επιμολυνθεί από κάποιον άλλον, ενώ, εάν βασιστούμε στη λογική ότι μπορεί να επιμολύνει το χώρο γύρω του οπότε και να επιμολύνει εμμέσως αυτούς που θα ακολουθήσουν, τότε πρέπει να κατανοήσουμε ότι αυτό γίνεται και σε ανοιχτούς χώρους, και μάλιστα πολύ πιο εύκολα, καθώς σε εξωτερικούς χώρους χαλαρώνει περισσότερο το αίσθημα υπευθυνότητας και προσήλωσης στους κανόνες πρόληψης και προστασίας. Οπότε, εφόσον κριθεί απαραίτητη η οριζόντια χρήση της μάσκας, η χρήση θα πρέπει να είναι καθολική και μόνιμη, και όχι αποσπασματική.
- Ο έλεγχος της «μολυσματικότητος» του κάθε ατόμου μέσω θερμομέτρησης (με τη χρήση θερμομέτρων υπέρυθρης ακτινοβολίας, όπως συνήθως γίνεται) αποτελεί μια εντελώς χονδροειδή και αναποτελεσματική μέθοδο. Ναι μεν ο πυρετός είναι βασικό σύμπτωμα της νόσου COVID-19, ωστόσο πυρετό προκαλούν χιλιάδες νοσήματα, κυρίως λοιμώδους αιτιολογίας, και όχι ειδικά ο SARS-CoV-2!. Αλλά και αντιστρόφως, κάποιο άτομο που είναι απλά φορέας, χωρίς να έχει ασθενήσει, ή πρόκειται να νοσήσει και βρίσκεται ακόμα σε στάδιο επώασης, μπορεί να διασπείρει κανονικότατα τον ιό, χωρίς να εμφανίζει πυρετό, οπότε και θα διαφύγει πλήρως στον έλεγχο. Ασφαλέστερη και ακριβέστερη μέθοδος είναι ο προσδιορισμός άμεσα ή έμμεσα του ιού στο πλάσμα, που γίνεται είτε με μοριακό έλεγχο (προσδιορισμό του ιικού φορτίου / RNA του ιού με την μέθοδο PCR), είτε με τον έλεγχο για αντισώματα έναντι IgG και IgM έναντι του κορωνοϊού. Ωστόσο, αν και η μέθοδος PCR δίνει θετικά αποτελέσματα σχετικά πρώιμα μετά τη έκθεση και μόλυνση από τον ιό, υπάρχει πάντοτε ένα χρονικό «παράθυρο», στο οποίο βγαίνει αρνητική παρά την μόλυνση, ενώ ο προσδιορισμός των αντισωμάτων προϋποθέτει ακόμα μεγαλύτερα χρονικά διαστήματα από την έκθεση στον ιό και είναι λιγότερο ακριβής.
- Τα μέτρα περιορισμού της κυκλοφορίας (lockdown), που ελήφθησαν τους πρώτους 2 μήνες της εμφάνισης της πανδημίας COVID-19 στην χώρα μας, βασίστηκαν πάνω στη λογική της όσο το δυνατόν μικρότερης συχνότητος επαφής του καθενός με κάποιον πιθανόν φορέα ή ασθενή της νόσου. Ωστόσο, η πρακτική εφαρμογή του συγκεκριμένου μέτρου εμπεριείχε έναν πρωτοφανή «ερασιτεχνισμό», καθώς, σε τελική ανάλυση, ο καθένας μπορούσε να βγει και να κυκλοφορήσει οπουδήποτε ήθελε, αρκεί να συμπλήρωνε χειρόγραφα ή να απέστελλε ένα γραπτό τηλεφωνικό μήνυμα, εν είδη «δικαιολόγησης», που όμως ουσιαστικά προσελάμβανε την μορφή «δικαιολογίας» για έξοδο. Και, ναι μεν, ο αριθμός των κρουσμάτων κρατήθηκε την περίοδο αυτή σε χαμηλά επίπεδα, αλλά αυτό μπορεί να ερμηνευθεί πολυπαραγοντικώς, κυρίως όμως από το δεδομένο ότι βρισκόμασταν σε περίοδο του έτους που ήταν πιο αποδεκτό, στο σύνολο του πληθυσμού, να παραμείνει κανείς πιο «απομονωμένος» και λιγότερο αναγκαίο να βρεθεί σε χώρους και καταστάσεις συγχρωτισμού∙ αυτό γίνεται πιο κατανοητό αν λάβει κανείς υπόψιν του τους καλοκαιρινούς μήνες (κάτι που είμαστε αυτόπτες πλέον μάρτυρες όλοι μας) αυξάνονται ραγδαία οι μαζικές μετακινήσεις στα πλαίσια των θερινών διακοπών (με πλοία, τρένα, λεωφορεία και αεροπλάνα), όπως και οι δραστηριότητες που περιλαμβάνουν έναν μεγάλο αριθμό ατόμων σε περιορισμένους σχετικά χώρους (θαλάσσια μπάνια, κοινωνικές συγκεντρώσεις, νυχτερινή διασκέδαση σε αναψυκτήρια, νυχτερινά κέντρα, beach bar κλπ.), γεγονός που οδήγησε σε ραγδαία αύξηση των κρουσμάτων.
- Πιο πρόσφατα τέθηκαν σε εφαρμογή και μέτρα «εναλλακτικού» τύπου, στο γενικότερο πνεύμα του περιορισμού της κυκλοφορίας, όπως είναι ο περιορισμός του ωραρίου λειτουργίας των νυχτερινών μαγαζιών εστίασης και διασκέδασης, ή ο καθορισμός «πλαφόν» στον αριθμό ατόμων που μπορούν να παρίστανται σε μια κοινωνική εκδήλωση (π.χ. γάμο), τα οποία όμως πρακτικά στερούνται σοβαρότητος. Η μετάδοση του SARS-CoV-2 μπορεί ΦΥΣΙΚΑ να γίνει οποτεδήποτε, και αρκεί μια ελάχιστη χρονική έκθεση σε ιικό φορτίο για να μολυνθεί κάποιος∙ ο περιορισμός λειτουργίας λοιπόν των χώρων εστίασης και διασκέδασης κατά 1 έως 2 ώρες, όπως ουσιαστικά έχει εφαρμοστεί, περιορίζει μόνο «μαθηματικά» και κατά ελάχιστο ουσιαστικά βαθμό την πιθανότητα μετάδοσης του κορωνοϊού. Αντιστοίχως, ο περιορισμός των «καλεσμένων» σε μία εκδήλωση απλά αποτελεί μια «μαθηματική» μείωση των πιθανοτήτων να επιμολυνθεί κάποιος, καθώς, όσο λίγοι και να είναι παρόντες σε μια εκδήλωση, αρκεί ένας να είναι φορέας ή ασθενής της νόσου ώστε να την μεταδώσει στους υπολοίπους. Όπως είναι ευκολονόητο λοιπόν, τα μέτρα αυτά ουσιαστικά ίσως να «διευκολύνουν» κάπως το σύστημα υγείας του κράτους, και σε καμία περίπτωση όμως δεν εξασφαλίζουν την προστασία του καθενός μας σε ατομικό επίπεδο.
- Τα μέτρα που ελήφθησαν για αποφυγή του συνωστισμού στα σχολεία με την μορφή της κατ’οίκον, διαδικτυακής διδασκαλίας, είναι θεωρητικά προς τη σωστή κατεύθυνση, η εφαρμογή τους όμως στην πράξη αποδείχτηκε τουλάχιστον κωμική!. Η τελική μορφή τους στις περισσότερες περιπτώσεις ήταν μαθητές που απλά δεν πήγαιναν στο σχολείο (πήγαιναν όμως οπουδήποτε αλλού εκτός σπιτιού, σε μικρές ή μεγαλύτερες ομάδες πολύ συχνά, άρα εξακολουθούσαν να βρίσκονται συχνότατα σε συνθήκες συγχρωτισμού), διαδικτυακή διδασκαλία που πραγματοποιούνται ΜΟΝΟ καλή θελήσει του διδάσκοντος και του εκάστοτε μαθητή (χάθηκε κάθε έννοια υποχρεωτικότητος, που ενέχει η καθημερινή παρουσία στο σχολείο) και πρακτικά αδυναμία ελέγχου απόδοσης του μαθητού (καθώς η έννοια των διαγωνισμάτων ή εξετάσεων δεν μπορεί να εφαρμοστεί στη μορφή που γνωρίζουμε με τη διαδικτυακή διδασκαλία). Συλλήβδην, εισήγαγε την έννοια της χαλαρότητας και υποβάθμισε την έννοια της ευθύνης σε μαθητές αλλά και διδακτικό προσωπικό.
- Η γενίκευση της χρήσης αντισηπτικών ουσιών με σκοπό την απολύμανση των επιφανειών και αντικειμένων με τα οποία έρχεται κάποιος σε επαφή είναι μέτρο προς τη σωστή κατεύθυνση, αλλά πρακτικά παραμένει ημίμετρο. Κι αυτό γιατί, για να απολυμανθεί, για παράδειγμα, το τραπέζι στο χώρο εστίασης που καθόμαστε, χρειάζεται επιστάμενος και επιμελής καθαρισμός του, και όχι απλά μια «εντριβή» της ορατής και μόνο επιφανείας του για ελάχιστα δευτερόλεπτα, η οποία το πιθανότερο είναι να αφήσει μη «καθαρές» περιοχές. Αντιστοίχως, σε καταστήματα λιανικής πωλήσεως ενδυμάτων ή άλλων προϊόντων, είναι τις πιο πολλές φορές αδύνατο να εφαρμοστεί αντισηψία στα προϊόντα αυτά (ρούχα, συσκευές κλπ.), οπότε και τα αντικείμενα αυτά γίνονται αυτομάτως δυνητικές πηγές επιμολύνσεως όποιου έρχεται σε σωματική επαφή με αυτά. Ωστόσο, για να μην δραματοποιούμε τα πράγματα παραπάνω από ό,τι οφείλουμε, πρέπει να γνωρίζουμε ότι η μετάδοση αερογενούς ιώσεως με τους παραπάνω αναφερθέντες τρόπους είναι εξαιρετικά δύσκολο να γίνει, καθώς οι ιοί ούτε μεταδίδονται μέσω της πεπτικής οδού, ούτε μπορούν να επιβιώσουν εύκολα σε πορώδεις και, γενικότερα, μη συμπαγείς επιφάνειες για μεγάλα χρονικά διαστήματα, όπως ακριβώς συμβαίνει με τη γρίπη.
- Ο καταιγισμός «ενημέρωσης», που έχουμε ζήσει και εξακολουθούμε να ζούμε κυρίως από τα ΜΜΕ, τελικά έδωσε τροφή και ευκαιρία σε πολλούς να προβληθούν ως «ειδικοί» και «επαΐοντες» της όλης κατάστασης και να γεμίζουν τηλεοπτικό χρόνο στα δελτία ειδήσεων, να ικανοποιούν ενδεχομένως την προσωπική ανάγκη αυτοπροβολής και να «κατηχούν» τον απλό θεατή, τις περισσότερες φορές με πληροφορίες αδιασταύρωτες, κάποιες φορές αυθαίρετες, και, για τους περισσότερες, μακριά από το αντικείμενο τους. Θα πρέπει ο απλός πολίτης να δέχεται όλη αυτής την πληροφόρηση με μεγάλο σκεπτικισμό, καθώς ενέχεται μια έντονη θεατρικότητα στην όλη τηλεοπτική πραγματικότητα, καθώς υπάρχουν γυρολόγοι των καναλιών, σε καθημερινή βάση και σε όποιο κανάλι τους παρέχει το βήμα, που απλά βγαίνουν και μιλούν, χωρίς να λένε τις περισσότερες φορές κάτι καινούργιο, παρά παίζουν το παιχνίδι της κινδυνολογίας.
Στην όλη αυτή νέα κατάσταση που ζούμε, θα πρέπει να καταλάβουμε ότι χρειάζεται ΟΠΩΣΔΗΠΟΤΕ να λάβουμε κάποια μέτρα προστασίας, η εφαρμογή των οποίων να διακατέχεται όμως από την ανθρώπινη λογική. Όπως σε κάθε αερομεταφερόμενη νόσο, θα πρέπει, εφόσον νοσούμε, να φοράμε απαραίτητα μάσκα και να αποφεύγουμε τον οιονδήποτε συγχρωτισμό με άλλους, ιδιαίτερα σε κλειστούς χώρους που δεν ανανεώνεται εύκολα ο αέρας που ανασαίνουμε. Εφόσον δεν νοσούμε, θα πρέπει να μη βρισκόμαστε σε εφησυχασμό, κυρίως λόγω του ότι, μη έχοντας ανοσία, μπορεί να κολλήσουμε σχετικά εύκολα τη νόσο, αφετέρου, μπορεί να είμαστε ήδη φορείς εν αγνοία μας και να τη μεταδίδουμε χωρίς να το καταλαβαίνουμε στους γύρω μας. Άρα, θα πρέπει να αποφεύγουμε συμπεριφορές που διευκολύνουν τη μετάδοση (συναθροίσεις, σε κλειστούς χώρους, για παρατεταμένα χρονικά διαστήματα, με ακάλυπτο το στόμα μας κατά την παρουσία βήχα, πταρμού κλπ.). Η υπερβολή δεν ήταν ποτέ σύμμαχός μας. Η εικόνα ενός ατόμου ταυτόχρονα με ιατρική μάσκα, προσωπίδα, γάντια και γεμάτου φόβου για τον εαυτό του και τους άλλους – εικόνα που δυστυχώς εμφανίστηκε στις μέρες μας – αγγίζει τα όρια της προσβολής της ανθρώπινης προσωπικότητας, και μειώνει το επίπεδο της ποιότητας ζωής. Απεναντίας, η αποφυγή χώρων συναθροίσεων (κινηματογράφοι, θέατρα, συναυλίες κλπ.) και η υποχρεωτική χρήση μάσκας σε μέσα μαζικής μεταφοράς (λεωφορεία, τραίνα, πλοία, αεροπλάνα) είναι μέτρα απολύτως προς την σωστή κατεύθυνση. Ο μεγαλύτερος εχθρός μας είναι η άγνοια και η αδιαφορία (στοιχεία που δυστυχώς εντοπίζονται σε ένα ποσοστό κυρίως νεότερων ατόμων, τα οποία ακόμα και στις μέρες μας δεν αλλάζουν τις κοινωνικές του συνήθειες για τίποτε, εξακολουθώντας να «στοιβάζονται» ο ένας πάνω στον άλλο σε παραλίες, πάρτι κλπ.). Ο μεγαλύτερος σύμμαχός μας είναι η ενημέρωση και ενσυνείδητη εφαρμογή των απλών κανόνων κοινωνικής συμβίωσης, ώστε να αποφεύγονται τα φαινόμενα που παρατηρούνται αυτή τη στιγμή να αντιμετωπίζεται ο καθένας σαν δυνάμει «αυτός» που μπορεί και ΘΑ βλάψει την υγεία και τη ζωή μου, μια αντίληψη που παίζει επικίνδυνα ακόμα και με τα όρια του «κοινωνικού ρατσισμού».
Το δραστικότερο μέσο για να χαλιναγωγηθεί ο κορωνοϊός SARS-CoV-2 είναι η δημιουργία ενεργητικής ανοσίας, και η συνεπαγόμενη «ανοσία της αγέλης», τα οποία θα επακολουθήσουν μετά από ένα εύλογο χρονικό διάστημα μετά τον ευρύ και μαζικό εμβολιασμό του πληθυσμού (ενδεχομένως τουλάχιστον 1 έτος μετά την έναρξη του εμβολιασμού). Η ανακάλυψη και μαζική παραγωγή αντίστοιχου εμβολίου διαφαίνεται στο σχετικά εγγύς μέλλον, αλλά ακόμα δεν μπορεί να δοθεί ένα συγκεκριμένο χρονοδιάγραμμα. Μέχρι τότε, η σωστή και υπεύθυνη κοινωνική στάση του καθενός μας είναι το καλύτερο όπλο για της προστασία όλων.